Z for the zombies
Το σοκ ήταν μεγάλο. Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά αργά και η ελπίδα πως το σκηνικό θα ανατραπεί, μας είχε σταδιακά εγκαταλείψει. Δεν είναι λίγες οι φορές που η σύγχρονη gaming εποχή δείχνει να θυσιάζει τα πάντα στο βωμό του playability, αλλά μια τέτοια στροφή, ένα τέτοιο ξεπούλημα από την Tecmo Koei Games, μάλλον κανείς δεν το περίμενε. Ένα ξεπούλημα δίχως λόγο και αιτία, το οποίο δυστυχώς αφορά μία από τις πλέον αγαπημένες, παρεξηγημένες, δύστροπες και μέχρι ένα σημείο, hardcore σειρές.
Τι είναι λοιπόν το Yaiba Ninja Gaiden Z; Μια απογοήτευση. Ένα εγχείρημα που δίχως δεύτερη σκέψη διαγράφει σχεδόν ολοκληρωτικά το παρελθόν της σειράς και επιχειρεί να γίνει κάτι το διαφορετικό. Κάτι το νέο. Όμως, από ένα σημείο και έπειτα, γίνεται εμφανές πως η Spark Unlimited κάπου έχασε το μέτρο και πήρε αποφάσεις που ίσως να ικανοποιήσουν μια μικρή μερίδα του κοινού, αλλά θα δοκιμάσουν την ανοχή των φανατικών οπαδών της σειράς, που θα παραλάβουν ένα απρόσωπο, επαναλαμβανόμενο και γεμάτο zombies, hack ‘n slash δημιούργημα.
Καταρχάς πολλά ερωτηματικά προκαλεί η επιλογή του κεντρικού χαρακτήρα. Ο Yaiba είναι μια παρουσία που δύσκολα θα συμπαθήσει κάποιος, τόσο σαν φυσιογνωμία αλλά όσο και σαν ψυχοσύνθεση. Τα πάντα ξεκινούν όταν θα συναντήσει στο δρόμο του τον Ryu Hayabusha και κατόπιν μιας μάχης, που ποτέ ο παίκτης δεν πληροφορείται για ποιον λόγο συμβαίνει, πρακτικά τεμαχίζεται. Την αμέσως επόμενη στιγμή και φυσικά στο αμέσως επόμενο cut-scene, ο κεντρικός χαρακτήρας επιστρέφει, έχοντας αποκτήσει μια cyborg μορφή, ενώ το ακρωτηριασμένο χέρι του έχει αντικατασταθεί με το πολυδιαφημισμένο cyborg arm. Έχουν όμως αυτά κάποια λογική;
Δυστυχώς καμία. Το δυσάρεστο της υπόθεσης είναι πως από το πρώτο κιόλας λεπτό το Yaiba Ninja Gaiden Z αποκαλύπτεται ολοκληρωτικά, οπότε όταν μετά από περίπου 6 ώρες πέσουν οι τίτλοι τέλους, δεν θα έχει αλλάξει κάτι. Ευτυχώς η εξιστόρηση έχει δεχθεί μια σαφώς καλύτερη φροντίδα και έτσι τα πάντα θυμίζουν το ξεφύλλισμα ενός comic. Σημαντικό μερίδιο ευθύνης φέρει και ο τεχνικός τομέας, όπου η cel-shaded τεχνοτροπία των γραφικών προσπαθεί να προσδώσει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και τελικά καταφέρνει να ξεχωρίσει κυρίως λόγω του ύφους του αλλά όχι της τεχνολογίας του.
Αυτό που δεν βγάζει όμως νόημα είναι το σενάριο, αν τελικά μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως υπάρχει κάτι τέτοιο. Η έχθρα του Yaiba για τον Ryu δεν φαίνεται ποτέ να εξηγείται, ενώ πέρα από την εισαγωγική σκηνή… το χάος. Αναμενόμενα, όλο το βάρος καλείται να σηκώσει το battle system και ευτυχώς μέχρι ένα βαθμό φέρνει την αποστολή του σε πέρας, αλλά είναι πολλά τα επιπλέον εμπόδια που δυστυχώς του βάζουν… τρικλοποδιά και το θέτουν και αυτό εκτός μάχης.
Καταρχάς, στις μάχες ένα σημαντικό αγκάθι θα είναι πάντοτε η δύστροπη κάμερα, η οποία πέρα από το γεγονός πως δεν είναι ελεγχόμενη, στους εσωτερικούς χώρους γίνεται αφόρητη. Ο παίκτης μπορεί να επιλέξει μια πιο κοντινή λήψη, αλλά έτσι θα δέχεται χτυπήματα από εχθρούς που απλά δεν είναι ορατοί επί της οθόνης, ενώ είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί πως και ο αριθμός τους δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος. Από εκεί και έπειτα ο Yaiba έρχεται εφοδιασμένος με τρία πλήκτρα επίθεσης, τα οποία είναι αλήθεια πως θα ευθύνονται για ορισμένα εντυπωσιακότατα αλλά και αποτελεσματικότατα combos. Δίχως καμία δόση υπερβολής, η πρώτη μάχη έκλεισε με τον αριθμό χτυπημάτων να αγγίζει τριψήφια νούμερα, αν και αυτή η ικανοποίηση έχει –όπως όλα τελικά σε αυτή τη δημιουργία- το αντίτιμό της.
Η ΑΙ των αντιπάλων είναι ίσως από τις πλέον απρόβλεπτες αλλά και ανισόρροπες των τελευταίων ετών, η οποία δεν φαίνεται να ακολουθεί τη λογική που προστάζει κάποιο από τα τρία επίπεδα δυσκολίας. Πραγματικά είναι φορές που ο παίκτης δε θα μπορεί να διακρίνει αν έρχεται αντιμέτωπος με έναν απλό εχθρό ή ένα boss fight, όταν την αμέσως επόμενη στιγμή με έκπληξη θα συνειδητοποιεί πως θα μπορεί άνετα να απομακρύνει το βλέμμα του από την οθόνη και πατώντας μανιασμένα τα πλήκτρα, να τα καταφέρνει μια χαρά. Οι αναβαθμίσεις μέσω των perks που συλλέγει ο παίκτης δείχνουν να έχουν κάποιον λόγο ύπαρξης, αλλά τελικά δεν προσφέρουν κάτι το ουσιαστικό, σε ένα σύνολο που έχει σοβαρά θέματα σε επίπεδο ισορροπίας.
Δυστυχώς το button mashing είναι αυτό που πρωταγωνιστεί, και έτσι το κατά τα άλλα προσεγμένο battle system δεν μπορεί να αναδείξει τις αρετές του. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο χαμός που δημιουργείται επί της οθόνης δεν είναι διόλου κολακευτικός, με τον Yaiba να “χάνεται” μέσα στα αμέτρητα zombies, ενώ τα πλούσια εφέ λειτουργούν δυστυχώς αρνητικά, “μουτζουρώνοντας” ακόμα περισσότερο το οπτικό σύνολο.
Και μιας και έγινε αναφορά στους αντιπάλους, πώς είναι δυνατόν να χωνέψει κανείς πως αυτοί είναι αποκλειστικά zombies, τα οποία μάλιστα δεν διακρίνονται ούτε για το λεπτομερή σχεδιασμό τους αλλά ούτε και για την ποικιλία τους. Το γενικότερο ύφος είναι γενικότερα ανάλαφρο, ίσως περισσότερο από όσο θα ήθελαν οι φίλοι της σειράς, και τα πάντα μοιάζουν υπερβολικά αποκομμένα από το παρελθόν. Δίχως καμία δόση υπερβολής ο όρος Ninja Gaiden στον τίτλο είναι απλά διακοσμητικός.
Πιθανές ανατολίτικες πινελιές απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά, μιας και ο Yaiba έρχεται αντιμέτωπος με zombies που κραδαίνουν όπλα και χειροβομβίδες, ελικόπτερα, άρματα μάχης και γενικότερα με εχθρούς που πραγματικά δεν ταιριάζουν πουθενά. Από την άλλη, η σειρά -και ειδικότερα επί εποχές Itagaki- πάντα πειραματιζόταν, ανακατεύοντας το παραδοσιακό με το μοντέρνο, με το αποτέλεσμα να μην είναι πάντοτε το ιδανικό, αλλά το Ninja Gaiden Z δείχνει τόσο μπερδεμένο, που πραγματικά είναι να απορεί κανείς με τις επιλογές της Spark Unlimited.
Για τον τεχνικό τομέα έγινε μια μικρή αναφορά προηγουμένως και δεν χρειάζονται περαιτέρω αναλύσεις. Το απαράδεκτο όμως της υπόθεσης, εντοπίζεται σε ό,τι έχει να κάνει με τον ήχο και ειδικά με τους διαλόγους. Πέρα από τη… νηπιακή σύνταξή τους, διακρίνονται για τη δίχως λόγο σκληρή γλώσσα, με κάθε πρόταση να περιέχει την κλασική πλέον “f… word”, ενώ τα σεξιστικά υπονοούμενα δίνουν και παίρνουν.
Τι είναι τελικά το Yaiba Ninja Gaiden Z; Δύσκολή απάντηση. Ή, για να είμαστε πιο σωστοί, είναι δύσκολο να εκφραστεί κάποιος ψύχραιμα με το τερατούργημα που προσφέρει η Tecmo Koei, λαμβάνοντας πάντα υπόψιν το παρελθόν της σειράς. Οι φανατικοί οπαδοί του Itagaki θα βρουν νέους, διαφορετικούς λόγους να σπάσουν τα χειριστήριά τους, μιας και πλέον ο νέος αυτός τίτλος δεν διακρίνεται για τη σαδιστική δυσκολία και την πρόκληση του, αλλά για το αδιάφορο και απρόσωπο περιεχόμενό του. Για όλους τους υπόλοιπους ίσως και να αποτελέσει ένα ευχάριστο απόγευμα, αρκεί βέβαια να είναι προετοιμασμένοι για μία αμφιβόλου ποιότητας πρόταση, δίχως ουσία και ψυχή.
Γιώργος Τσακίρογλου
Το review βασίστηκε στην Xbox 360 έκδοση του παιχνιδιού.