Παιχνίδι που βλέπεται ή ταινία που παίζεται;
Το Virginia είναι ένα παιχνίδι που ξεχωρίζει σε τόσα πολλά σημεία από τα υπόλοιπα, που πραγματικά είναι δύσκολο να επιλέξει κάποιος σε ποιο από αυτά θα επικεντρωθεί ξεκινώντας. Πριν τα εξετάσουμε όλα, λοιπόν, τμηματικά, ας πάρουμε για αρχή τη συνολική εικόνα του τίτλου, που αποπνέει ένα και μόνο βασικό συμπέρασμα: Το Virginia είναι ό,τι πιο κοντινό έχει υπάρξει στο πάντρεμα κινηματογράφου και gaming. Από τον τρόπο που παρουσιάζεται, με κινηματογραφικούς τίτλους αρχής, μέχρι την σκηνοθεσία, το μοντάζ και τη διάρκεια. Οι δημιουργοί του είχαν από την αρχή έναν πολύ συγκεκριμένο και ξεκάθαρο σκοπό: να φτιάξουν μια playable ταινία. Και ευτυχώς για όλους μας, τα κατάφεραν.
Με ποιόν τρόπο; Με το να πετάξουν έξω σχεδόν όλους τους κανόνες που κρατούσαν μέχρι τώρα δέσμια τα Interactive drama παιχνίδια. Παραδίδοντας ένα πλήρως απενοχοποιημένο αποτέλεσμα που δεν προσπαθεί να πείσει κανέναν ότι είναι παιχνίδι. Για την ακρίβεια, δείχνει να το νοιάζει περισσότερο να είναι ταινία παρά παιχνίδι και αυτό του βγαίνει σε καλό. Σα να μην έφτανε αυτό, το πάει και ένα βήμα παραπέρα, καθώς δεν είναι απλά ταινία, αλλά βουβή ταινία, με τους χαρακτήρες να μην μιλούν σε κανένα σημείο της ιστορίας. Και κάπως έτσι, δημιουργείται ένα πρωτότυπο κράμα αφήγησης, που μόνο αδιάφορο δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει κάποιος.
Η ιστορία μας, λοιπόν, ξεκινάει στη Virginia το 1992, με την πρωταγωνίστρια, Anne, να χρίζεται πράκτορας του FBI. Στην πρώτη της υπόθεση, με συνεργάτη την παραγκωνισμένη από την Υπηρεσία, Maria, θα αναλάβουν την εξαφάνιση ενός νεαρού αγοριού. Αυτό αποτελεί μόνο το βασικό κορμό της ιστορίας και είναι από τα λίγα μέρη της που δείχνουν να έχουν μια σαφή εικόνα και νόημα. Γιατί από εκεί και πέρα, τα πάντα παίρνουν μια ιδιαίτερα σουρεαλιστική τροπή. Όσο η ιστορία μας εξελίσσεται, οι απορίες αντί να μειώνονται, αυξάνονται, και το τέλος βρίσκει τον παίκτη αρκετά μπερδεμένο. Το δεύτερο playthrough δεν συνίσταται απλά, αλλά κρίνεται αναγκαίο. Εκεί τα πράγματα ξεκαθαρίζουν αρκετά είναι η αλήθεια. Όχι βέβαια στο εκατό τοις εκατό, αλλά σίγουρα σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Αν με αυτή την περιγραφή, λοιπόν, έρχονται στο μυαλό κάποιων δημιουργίες όπως οι Twin Peaks και X-Files, σίγουρα βρίσκονται στο σωστό δρόμο. Οι δύο αυτές σειρές αποτέλεσαν ξεκάθαρα τη βάση του Virginia και οι αναφορές σε αυτά, μέσα σε ένα παιχνίδι δύο ωρών, είναι κάτι παραπάνω από πολλές -στα όρια του “στριμωγμένες”. Από τη Maria, που εκτελεί χρέη Maulder στο υπόγειο του FBI, μέχρι τις ακατάσχετες δόσεις καφέ στο τοπικό diner και το κλειδί του κουτιού που ξεκλειδώνει τον ονειρικό κόσμο του Mulholland Drive. Οι δημιουργοί αγαπάνε πολύ τον David Lynch και δεν περνάει λεπτό που να μην το δείχνουν. Ίσως, όμως, λίγο περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε.
Μια από τις χιλιάδες σοφίες για τη ζωή που μας έχουν χαρίσει οι Simpsons στην πολυετή ύπαρξή τους, είναι η ατάκα: Οτιδήποτε είναι το “κάτι” του” κάτι”, στην ουσία δεν είναι “τίποτα” από ” τίποτα”. Και εξηγούμαστε. Το Virginia προσπαθεί πολύ να γίνει, είτε το Twin Peaks του gaming, είτε το X-Files του, είτε γενικά, η gaming εκδοχή του David Lynch. Και δυστυχώς αυτό είναι κάτι που το κρατάει πίσω στο να αποκτήσει τη δική του ταυτότητα. Παρότι η ιστορία έχει ενδιαφέρον και πράγματα να πει, σε αρκετά σημεία αναλώνεται περισσότερο στο να εντυπωσιάσει με το σουρεαλισμό, τις αναφορές και την αλληγορία της, παρά να αποδώσει μια πραγματικά καλή υπόθεση. Το αστυνομικό μέρος του αγνοούμενου παιδιού περνάει γρήγορα σε δεύτερη μοίρα και εμείς απλά καταλήγουμε παρατηρητές ενός ψυχοτρόπου κολάζ.
Προς υπεράσπισή του όμως, αυτό το κάνει αρκετά καλά. Αρχικά με το εντυπωσιακό εικαστικό του τμήμα. Δημιουργώντας ένα σύνολο με πολύ ιδιαίτερο σχεδιασμό, που αποδίδει υπέροχα την παστέλ, φθινοπωρινή αμερικανική επαρχία. Έναν μινιμαλιστικό κόσμο χωρίς καμπύλες, μουντό και ταυτόχρονα πολύχρωμο και ευχάριστο στο μάτι. Εκεί όμως που διαπρέπει πραγματικά, είναι στη μουσική επένδυση, η οποία είναι εκτελεσμένη από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Πράγας. Και η μουσική βέβαια ακολουθεί τη γενική εικόνα του τίτλου, που δυσκολεύεται να απογαλακτιστεί από την πηγή της έμπνευσής του, με αποτέλεσμα σε σημεία να νομίζεις ότι ακούς αυτούσιο το soundtrack του Twin Peaks. Υποθέτουμε ότι αν ο Angelo Badalamenti ήθελε να διεκδικήσει τα πνευματικά του δικαιώματα, θα ήταν μια δίκη που θα τελείωνε πολύ γρήγορα. Πιστεύουμε κι ευχόμαστε βέβαια να μην το κάνει.
Ακόμη κι αν στηρίζεται, όμως, σε τόσο μεγάλο βαθμό στις δημιουργίες άλλων, το Virginia καταφέρνει να αποδώσει την υποβλητική ατμόσφαιρα που συνοδεύει το είδος. Συνδυάζοντας όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία με την εκπληκτική του αφήγηση, το παιχνίδι της Variable State καταφέρνει να τραβήξει τον παίκτη στον κόσμο του και να τον παρασύρει στο ονειρικό του ταξίδι. Σε αυτό βοηθάει πολύ η επιλογή των δημιουργών του για το υπεραπλουστευμένο gameplay, που αποδίδει την άμεση κινηματογραφική αίσθηση που ήθελαν, kαθώς σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού το μόνο που θα κάνουμε είναι να κινούμε την πρωταγωνίστρια και με μοναδική χρήση αυτή του ενός πλήκτρου, να αλληλεπιδρούμε με το εκάστοτε σημείο που εξελίσσει την ιστορία.