Sacred 3
Nothing is Sacred.
Nothing is Sacred.
H action RPG σειρά Sacred, 10 χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου μέρους, έχει καταφέρει να συσπειρώσει γύρω της αρκετούς aficionados -οι πωλήσεις άλλωστε και το ζωηρό ενδιαφέρον μαρτυρούν κάτι τέτοιο, αποτελώντας πλέον μια σταθερά στο χώρο. Ασχέτως αν αρέσει σε κάποιον η σειρά, με την ελαφρότητα και τη «χιουμοριστική» διάθεση που τη διακρίνει, ένα είναι το σίγουρο, όταν η κουβέντα πάει στα ΑRPGs, αργά ή γρήγορα τα Sacred κάπως θα αναφερθούν. Με αυτό το δεδομένο οποιαδήποτε κυκλοφορία σχετική με το brand name αυτό, αποτελεί γεγονός σημαντικό για το είδος και εγείρει πολλές συζητήσεις και αντιδράσεις.
Όταν πέρυσι κυκλοφορούσε το Sacred Citadel, ένα δισδιάστατο και αρκετά ευχάριστο side scrolling brawler, η ανυπομονησία για την κυκλοφορία του τρίτου μέρους μεγάλωσε, μιας και λειτούργησε σαν ένα πολύ καλό ορεκτικό και προπομπό της επερχόμενης, ύστερα από διάφορες αναβολές, κυκλοφορίας. Βέβαια, οι οπαδοί που δοκίμασαν το «μεζεδάκι» περίμεναν το «κυρίως πιάτο» να είναι πλούσιο και γεμάτο, αντάξιο των προσδοκιών τους… Όχι όμως… Το Sacred 3 θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί Sacred Citadel 2 και να μην έχει κανείς πρόβλημα, γιατί αυτό το Arcade Hack ‘n’ Slash Brawler που παίξαμε δεν έχει καμία, μα καμία σχέση με τη σειρά Sacred. H Ancaria είναι εδώ, τα Seraphim είναι εδώ, ο συμπαθής σαρκασμός και αυτοσαρκασμός είναι εδώ (θα γίνει ξανά αναφορά για αυτό το θέμα) αλλά μέχρι εκεί.

Αν περιμένετε ένα μεγάλο κόσμο να εξερευνήσετε, άπειρο loot και customization, NPCs, quests κ.λπ. στοιχειώδη χαρακτηριστικά του είδους και της σειράς, κοιτάξτε αλλού. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πλήρως γραμμικό, χρωματιστό, εύπεπτο arcade hack ‘n’ slash. Οπότε, κατά την άποψη του γράφοντος, οποιαδήποτε άλλη σύγκριση, αναφορικά με το gameplay, με τους προηγούμενους κύριους τίτλους θα σταματήσει εδώ, γιατί έχουμε να κάνουμε με εντελώς διαφορετικό είδος.
Δε μπορεί να συγκριθεί ένα ARPG με ένα Arcade Action, γιατί ενώ ο «καμβάς» (και εννοούμε το φανταστικό setting του κόσμου και το όνομα του τίτλου) είναι κοινός, το αισθητικό και ουσιαστικό αποτέλεσμα μεταξύ των δύο πρώτων τίτλων και του Sacred 3 απέχει μίλια. Ο καθένας, βέβαια, οπαδός μπορεί να έχει την άποψη του σχετικά με το αν τα trailer ή η χρήση του ονόματος μπορούν να δράσουν παραπλανητικά, εντούτοις θα ήταν άδικο για το Sacred 3 να τεθεί ευθέως απέναντι στους προκατόχους τους, που έχουν τόσο πολύ υλικό ώστε να χαρακτηρίζονται Diablo για… «μαζόχες» (με τα 600+ quests του δευτέρου τίτλου) και ξεπερνάει το σκοπό του παρόντος review.

Στην Ancaria, λοιπόν, υπάρχει ένα artifact, το “Heart Of Ancaria”, το οποίο υπό την προστασία των Seraphim παρέχει μια σχετική ισορροπία και ειρήνη στον κόσμο. Αλλά ο κακός αυτοκράτορας Zhane, με τη βοήθεια δαιμονικών και λοιπών «ευγενών» δυνάμεων, το αρπάζει για τους δικούς του μεγαλομανείς στόχους. Φυσιολογικά, οργανώνεται μια επίλεκτη ομάδα από τέσσερις ήρωες (από τους οποίους διαλέγουμε έναν στο single player ή μέχρι τέσσερις αν παίξουμε couch/ οnline co-op) για να σώσει την ήμερα. Oι κλάσεις είναι fixed (σε βασικά πρότυπα Warrior/ Paladin/ Ranger/ Lancer και μια 5η ενός Assassin, την οποία πρέπει να αγοράσουμε βεβαίως…) και μέσα από 15 βασικές και 24 side αποστολές (συν κάποιες έξτρα από dlc, που πρέπει να αγοράσουμε βεβαίως) μπορεί ο παίκτης να ολοκληρώσει τον τίτλο και να σώσει την Ancaria.
Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση του επείγοντος και της κρισιμότητας στην ιστορία, αλλά δίνεται πάντα με ελαφρύ τόνο, ο οποίος αν και πιστός στο κλίμα της σειράς, δεν την κάνει λιγότερο προβλεπόμενη ή αδιάφορη. Σε ένα τέτοιο είδος παιχνιδιού, βέβαια, η ιστορία δεν έχει τον πρώτο λόγο, μα περισσότερο οι μάχες και ο “fun factor” αυτών. Όπως και να έχει, οι 15 κύριες αποστολές προχωρούν την ιστορία και καταλήγουν είτε σε κάποιο Boss fight, που είναι μάλλον και το πιο ενδιαφέρον σημείο παιχνιδιού, αφού ο παίκτης οφείλει να χρησιμοποιήσει κάποια τακτική, είτε σε ένα event τύπου «προστάτεψε την περιοχή ή κατέστρεψε το τάδε όπλο».

Οι side αποστολές από την άλλη είναι καθαρά για farming και για αναβάθμιση του “inventory”, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, καθώς μεγαλώνουν την ποσότητα των consumables που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο παίκτης και έχουν τη μορφή «σκότωσε όλους τους εχθρούς και απώθησε τα κύματα των εχθρών, τύπου αρένα». Υπάρχουν επίπεδα για όλα τα γούστα -κάστρα, έλη, ζούγκλες, λιμάνια, πόλεις, στρατόπεδα- αλλά παρότι είναι όμορφα, από άποψη γραφικών, ουσιαστικά το παιχνίδια είναι τόσο φτωχό σχεδιαστικά, σε επίπεδο level design, που μοιάζει σα να έχουν χρησιμοποιηθεί 2-3 βασικά πρότυπα. Είναι πραγματικά τέτοια η γραμμικότητα του Sacred 3, που δίνεται η εντύπωση πως παίζεις την ίδια και την ίδια πίστα συνεχώς απλά σε διαφορετικό setting και με διαφορετικά χρώματα.
Όπως είπαμε, quest δεν υπάρχουν, απλά προχωράει ο παίκτης από checkpoint σε checkpoint, κάνοντας τα ίδια ανιαρά πράγματα σχεδόν σε κάθε level μέχρι να φτάσει στο boss. Οι εχθροί είναι πολλοί και πολλών τύπων, από ζόμπι, γκόμπλινς, σαύρες και φυτά μέχρι μάγους, κατάφρακτους, τοξότες και ελίτ – mini bosses. To πρόβλημα φυσικά δεν είναι η ποσότητα και η διαφορετικότητά τους, μα το γεγονός ότι δεν έχουν drops και loot και ότι δεν απαιτούν κάποια ιδιαίτερη τακτική για να εξολοθρευθούν κατά δεκάδες, κάνοντας τον αφανισμό τους -από ένα σημείο και μετά- ένα ανιαρό, παρδαλό φεστιβάλ button mashing.

Η μάχη, που έχει καλή απόκριση, γίνεται είτε μέσω της βασικής επίθεσης και του shield bass, είτε μέσω δύο ειδικών δυνάμεων (τέσσσερις «ελαφριές» και τρεις «δυνατές» για κάθε χαρακτήρα), οι οποίες σηκώνουν και upgrade. Upgrade μπορεί να κάνει ο παίκτης ενδιάμεσα των αποστολών, έχοντας φτάσει στο απαραίτητο level και ξοδεύοντας νομίσματα, που είναι το μόνο ουσιαστικό loot του παιχνιδιού (μαζί με κάποιες «σφαίρες ζωής» και «ενέργειας», που λειτουργούν οι μεν ως αναπλήρωση ζωής, οι δε ως αναπλήρωση της μπάρας ενέργειας, που είναι και το «καύσιμο» για την εκτέλεση των ειδικών δυνάμεων).
Στο ίδιο σύστημα αναβάθμισης υπόκεινται και τα όπλα (που φτάνουν στον «τρομακτικό» αριθμό των τριών) της πανοπλίας που είναι, κρατηθείτε, μια και μονάκριβη σε όλο το παιχνίδι, και της άμυνας (με τη μορφή block ή dodge, ανάλογα με το τι θα διαλέξει ο κάθε παίκτης). Μπορεί οι επτά ιδιότητες να φαίνονται πολλές, αλλά ο παίκτης μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο δύο από αυτές κάθε φορά και δεν παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτά είναι λοιπόν όλα τα “RPG” στοιχεία (λιγότερα από indie ή portable games) που προσφέρουν ελάχιστα στο ήδη πολύ «ρηχό» σύστημα μάχης.
Το επίπεδο δυσκολίας είναι, μέχρι τα μέσα του παιχνιδιού, σε καλό σημείο (στο μεσαίο επίπεδο δυσκολίας, που ολοκληρώθηκε το πρώτο full run), αλλά από εκεί και πέρα, αφού ο παίκτης βρει ένα combo των special δυνάμεων, που είναι overpowered λόγω των upgrades, τον βολεύει ώστε το παιχνίδι να γίνεται περίπατος! Πάντως, το να κάνεις τον «θεριακλή» και τον «ασταμάτητο τραμπούκο» σε ένα brawler game, κακά τα ψέματα, έχει την εθιστική του γοητεία! Φυσικά δε γίνεται σε ένα run να τερματιστούν οι δυνάμεις (κακιά συνήθεια πλέον των παιχνιδιών, που αντί να είναι πλούσια σε υλικό, «αναγκάζουν» τον παίκτη να ξαναπαίξει ένα μέτριο παιχνίδι για να full-άρει τον χαρακτήρα), οπότε υπάρχει η δυνατότητα να ξαναπαίξει κάποιος το campaign (πιθανώς σε ένα από τα δύο επόμενα επίπεδα δυσκολίας) και να το τελειώσει πλήρως (περίπου 10 ώρες και κάτι ψιλά το πρώτο run και ένα τρίωρο τα επόμενα, για όποιον το αντέξει…)
Εκεί που το Sacred 3 κερδίζει τις εντυπώσεις είναι στον τεχνικό τομέα, όπου ήταν σχεδόν αψεγάδιαστο με δύο crashes όλα και όλα (αν και το ένα ήταν στο τελευταίο Boss, οπότε βρέθηκε και μια καλή αφορμή να ξεσκονιστούν οι γνώσεις στα «Γαλλικά» αλλά και να εξασκηθεί η τέχνη της «λεξιπλασίας», ειδικά σε βωμολοχίες), καλή ανταπόκριση όπως είπαμε, συμπαθητικά γραφικά και εντυπωσιακά πολύχρωμα εφέ και εκρήξεις, όπως και στο couch co-op, που δοκιμάστηκε, γιατί το να θρυμματίζεις κρανία και να ξεκοιλιάζεις ορκς, έχει το χαβαλέ του, αλλά με έναν άλλο διπλά σου, το επίπεδο διασκέδασης ανεβαίνει αρκετά (ασχέτως που πολλές φορές δε βλέπεις τίποτα στην οθόνη από το γενικό χαμό). Ειδικά το τέλος κάθε πίστας, με την αντίστοιχη αξιολόγηση της δολοφονικής «αποτελεσματικότητας» του κάθε παίκτη, είναι τέλεια αφορμή για κομπασμούς, πειράγματα, ειρωνικά χαμόγελα και βλέμματα υπεροψίας!

Εκεί που το χάνει, όμως, εντελώς, πέρα από τη γενική και ειδική του «ρηχότητα», είναι στο χιούμορ. Το Sacred 3 προσπαθεί πολύ να γίνει αστείο, πραγματικά προσπαθεί, αλλά αποτυγχάνει παταγωδώς. Δεν μας έφτανε το ανιαρό σύστημα μάχης, το βαρετό level design και το ανεγκέφαλο button mashing, που κάνουν το μυαλό κουρκούτι, έπρεπε να υπάρχει και μια ενοχλητική τηλεπαθητική έφηβη (η ARIA), που εκτελώντας χρέη αφηγητή, λέει συνέχεια ανοησίες, αστεία πολυκαιρισμένα και πετάγεται ασταμάτητα να πει την κρυάδα της με την εκνευριστική φωνή της. Και όλα αυτά μέσα από πολύ κακό voice acting και χαμηλότατου επιπέδου αστεία, που αντί να προκαλούν γέλιο, προκαλούν αμηχανία.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι περισσότεροι χαρακτήρες, ειδικά τα πνεύματα, που δίνουν ένα buff και αντίστοιχα ένα de-buff στο χαρακτήρα μας, τα οποία έχουν μεγάλο μερίδιο στο συνεχόμενο ορυμαγδό αποτυχημένων αστείων, λογοπαίγνιων και υπονοούμενων, που είναι αναγκασμένος να υποστεί ο παίκτης καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού (εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι και τα πνεύματα παίρνουν level μέσω κάποιων fragments, αλλά ανάθεμα αν γίνεται ποτέ κατανοητό πώς τα βρίσκεις). Οι «κακοί», με τη σειρά τους, είναι καρικατούρες, και προφανώς λένε κρυάδες, αλλά ενίοτε λένε και κάτι πετυχημένο…όχι τίποτα σπουδαίο φυσικά. Εντάξει, έγινε κατανοητή η στροφή της Deep Silver προς διαφορετικό target group, εδώ άλλαξαν από τη βάση του το παιχνίδι, αλλά το να κάνεις την εμπειρία σχεδόν ανυπόφορη σε σημεία, με «νηπιακό» χιούμορ, είναι κάτι που δε δικαιολογείται.

Το Sacred 3, όπως αναλύθηκε, δεν έχει σχέση με τους προκατόχους του, και αν τα βάλεις κάτω «μαθηματικά» δεν είναι άξιος διάδοχος και απογοητεύει. Αλλά ακόμα και αν αφήσεις πίσω τη σύγκριση και το εξετάσεις με «παρθένα» οπτική, δεν έχει και πολλά στοιχεία να το εξιλεώνουν. Μπορεί ο παίκτης να περάσει καλά για κάποια ώρα (ειδικά με κάποιον συμπαίκτη στο co-op mode) αλλά σύντομα όλη η εμπειρία γίνεται βαρετή και επαναλαμβανόμενη. Ίσως με περισσότερα και πιο ουσιαστικά RPG στοιχεία και πιο φιλόδοξο level design, τα οποία να ωθούσαν το gameplay σε πιο περίπλοκα μονοπάτια, να μπορούσαμε να μιλάμε για έναν καλό τίτλο. Αυτό που έχουμε όμως μπροστά μας είναι τεμπέλικο, προχειροφτιαγμένο, μέτριο και ακριβό για αυτά που προσφέρει.
Το review βασίστηκε στην PC έκδοση του παιχνιδιού.