Slain!
To πιο «χέβι μέταλ παιχνίδι της χρονιάς».
To πιο «χέβι μέταλ παιχνίδι της χρονιάς».
Κάτι τέτοιο διάβασε στην περιγραφή ο «indie-οδίφης – σκαπανεύς» του site Νικόλα Μαρκόγλου και σκέφτηκε: «Δε το δίνω στον Πλωμαριτέλη, μπας και το εκτιμήσει καλύτερα;» (βέβαια, είχε παίξει και ένα δεκάλεπτο και την είχε αντιληφθεί τη δουλειά ο μάστορας). Η αφεντιά του υπογράφοντος θεώρησε πως ήταν μια καλή ευκαιρία να παίξει κάτι σε platform, με υποσχόμενο, 8-bit era Castlevania εικαστικό, εντυπωσιακά και βίαια εφέ, old school δυσκολία και saving system… και, φυσικά, metal soundtrack και ατμόσφαιρα. Γιατί όχι; Αγαπητοί μας αναγνώστες και αναγνώστριες, τέτοιο «χάλι» είχαμε καιρό να δούμε. 2,5 ώρες αντέξαμε το βασανιστήριο, βασανιστήριο ανάλογο με αυτό, του να σε βάλουν με το ζόρι να ακούσεις κολλητά τα «St. Anger» και «Death Magnetic». Καταλαβαίνετε τώρα οι μυημένοι.
Μιας και κανονικό review σε τέτοια «τραγωδία» δε γίνεται, θα προσπαθήσουμε να το πάρουμε χαλαρά και να το γυρίσουμε σε metal puns, μπας και βγει κείμενο. Είναι τόσο linear και τόσο βαρετό το platforming και το level design του Slain!, που θυμίζει drumming black metal μπάντας των αρχών της δεκαετίας του ’90. Όσο ενδιαφέρον έχει το ασταμάτητο «τούπα-τούπα» στα 300 bpm, άλλο τόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιήγηση του Bathoryn (θα σηκωθεί από τον τάφο κανάς Quorthon κραδαίνοντας το «Gungnir») στα διάφορα levels του SLAIN!. Τα κείμενα της ανύπαρκτης ιστορίας του παιχνιδιού είναι τόσο λίγα και τόσο κακογραμμένα, γεμάτα typos και με εκφράσεις του τύπου «WTF», που μπροστά τους οι στίχοι των γιαπωνέζικων και βραζιλιάνικων συγκροτημάτων της δεκαετίας του ’80 μοιάζουν υψηλή λογοτεχνία. «LOL» και «YOLO» στα μούτρα σας ρε.

Το πόσο αδούλευτο είναι το σύστημα μάχης, σε θέμα συγχρονισμού, hit detection και συνοχής των επιθέσεων των τεράτων και του Bathoryn, είναι σε τέτοιο βαθμό που κάνει την εφηβική μπάντα της γειτονιάς, που κάθε απόγεμα κατακρεουργούν το «The Trooper», να θυμίζουν Shadow Gallery. Κανένας ειρμός και ανύπαρκτο flow δημιουργούν ένα από τα πιο άδικα (με την κακή έννοια) και κακώς εφαρμοσμένα συστήματα μάχης. Έλεος, έτσι ήταν οι μάχες στα κακά NES και Commodore παιχνίδια. Τουλάχιστον αυτά είχαν και ένα booklet να σου εξηγούν τι κάνει το κάθε κουμπί, πώς λειτουργούν κάποια combos και, γενικά, τι παίζει πάνω κάτω με το παιχνίδι. Εδώ σε πετάει χύμα, χωρίς καθόλου πληροφορίες, λες και είναι bootleg CD που μοιράζανε παλαιότερα τα περιοδικά (και κυκλοφορούσαν στην αγορά). Εκείνα με το «tabula rasa» δίφυλλο.
Θέλει το παιχνίδι να είναι δύσκολο, αλλά δεν είναι δύσκολο επειδή έχει απαιτητικό platforming, έξυπνα σχεδιασμένα enemy patterns, bosses που σε προκαλούν να τα μάθεις για να τα βγάλεις. Είναι δύσκολο γιατί, στο ήδη κακό πλαίσιο του συστήματος μάχης, βάζει άπειρους εχθρούς με πολλά hit points να έρχονται καταπάνω μας, και οι οποίοι αν δεν σκοτώσουν τον ήρωα με τις unblockable επιθέσεις τους, τον εγκλωβίζουν σε ένα συνεχόμενο bumping, λες και σε πέταξε κάποιος ξαφνικά στο «wall of death» των Exodus ή σε πρώτη σειρά σε live των Slayer. Όμορφα πράγματα. «Ευτυχώς» η AI και το pathfinding των εχθρών είναι τόσο glitchy, προβληματικά και «λοβοτομημένα», που μπορείς να περιμένεις σε ένα διαφορετικό επίπεδο (σκαλοπάτι, περβάζι) και να τους σκοτώνεις έναν προς έναν, χωρίς ιδιαίτερο κόπο και τρόπο. Όπου δε γίνεται αυτό, καλά ξεμπερδέματα με τα προβλήματα που είπαμε πιο πάνω.

Υπάρχει ένας μηχανισμός dodge και ένας ακόμα για block (μόνο για τα projectiles), που υποτίθεται πως χρησιμοποιούνται για την προστασία του Bathoryn, αλλά εφόσον δε μπορεί να γίνει καλό synergy με το σύστημα μάχης, γρήγορα καθίστανται άχρηστα και ελαχίστως χρησιμοποιούμενα, κάνοντας την κατά μέτωπο επίθεση τη μόνη ζωτική στρατηγική. Ο Bathoryn (τρομάρα του) είναι και μύστης, έχοντας στο οπλοστάσιό του ένα ξόρκι, που είναι μάλλον το πιο αδύναμο spell από καταβολής κόσμου. Φρόντισαν να βάλουν και ένα special cast του ξορκιού, ικανό να καθαρίζει όλους του απλούς εχθρούς στην οθόνη, με τόσο αργό casting time, που τις περισσότερες φορές μέχρι να ολοκληρωθεί γινόμαστε “overrun”.
Οι άνθρωποι της Wolf Brew Games κατάφεραν να κυκλοφορήσουν παιχνίδι που έχει input lag στο πληκτρολόγιο (στο controller δεν είχαμε πρόβλημα) κοντά στο μισό δευτερόλεπτο, κάνοντας αυτή τη μέθοδο χειρισμού unplayable. Είναι λίγο doom metal η όλη φάση. Σε κάποιο σημείο παίρνουμε και φλεγόμενο σπαθί, έχουμε τη δυνατότητα να μεταμορφωθούμε σε λύκο, αλλά πάσχει τόσο πολύ το παιχνίδι στα βασικά, που οτιδήποτε έξτρα προσφέρει, δεν έχει κανένα νόημα και δε μπορεί να βελτιώσει τη γενικότερη κάκιστη εικόνα. Τα animations, πάντως, και τα γραφικά του Slain! είναι όμορφα (για το στυλ αυτό, τουλάχιστον) και το soundtrack της κάθε πίστας σχετικά καλό (αν και επαναλαμβανόμενο), παιγμένο με φυσικά όργανα. Είναι, όντως, μέταλ το soundtrack, και από ένα σημείο και μετά η μόνη μας έγνοια ήταν να ακούσουμε καμιά καλή μουσική ιδέα.

Πέρα από την πλάκα, οι τύποι μάζεψαν γύρω στα 19.500 ευρώ από το Kickstarter και παρέδωσαν έναν δυσλειτουργικό, ανέτοιμο, κακοσχεδιασμένο τίτλο, που κέρδισε hype μόνο και μόνο λόγω εικαστικού (βλ. Castlevania effect), δημιουργώντας δεύτερες σκέψεις για το όλο ρεύμα του kickstarter. Ελπίζουμε να είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Το πιο «χέβι μέταλ» παιχνίδι της χρονιάς, λοιπόν, έχει τραγουδιστή που διαβάζει ακόμα και εφημερίδα φάλτσα, κιθαρίστα ξεκούρδιστο και ανέμπνευστο, ντράμερ «κουλάδι», μπάσι… (κανείς δεν ασχολείται με τους μπασίστες ούτως ή αλλιώς) και χρειάζεται πολλές πρόβες ακόμα στην «υπόγα» για να γράψει ένα demo της προκοπής. Γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με ντέμο και όχι με ολοκληρωμένη δουλειά. Στο λάκκο…
Διαβάστε επίσης



