
Ninja Gaiden: Ragebound | Review
Μία υποδειγματική επιστροφή στις ρίζες του franchise.
Σταδιακά, η ισπανική The Game Kitchen κατάφερε να πραγματοποιήσει γερά βήματα εξέλιξης στην indie σκηνή, τραβώντας αβίαστα τα βλέμματα πάνω της, με τα Blasphemous να έρχονται έπειτα από τα άσημα The Last Door. Η ποιοτική δουλειά που έγινε μάλιστα στο Blasphemous, άνοιξε τις πόρτες ώστε να αναλάβει και τη δημιουργία ενός νέου κεφαλαίου στο επιφανές franchise του Ninja Gaiden. Φυσικά, παραμένει μια indie δημιουργός στον πυρήνα της, και έτσι, το Ninja Gaiden: Ragebound έρχεται ως μία αναβίωση των πρώτων βημάτων της σειράς, της τριλογίας δηλαδή που είχαμε δει στο NES.
Το Ragebound έρχεται ως ένα καθαρόαιμα γραμμικό platform ασταμάτητης δράσης, ακολουθώντας έτσι πιστά τα χνάρια της σειράς. Σε αντίθεση βέβαια με τα παιχνίδια του NES, εδώ αποφεύγεται ο υπέρ του δέοντος υψηλότατος βαθμός δυσκολίας (ο καταιγισμός εχθρών στην οκτάμπιτη κονσόλα έφτανε διαρκώς σε σαδιστικά επίπεδα), προς όφελος μίας εμπειρίας που ναι μεν έχει μεγάλο βαθμό πρόκλησης, αλλά παράλληλα είναι και απολύτως διαχειρίσιμος.

Διατηρώντας τον πυρήνα του gameplay των πρώτων Ninja Gaiden, το Ragebound διακρίνεται από γρήγορο ρυθμό και την ευκινησία των δύο πρωταγωνιστών του. Αρχικά παίρνουμε τον έλεγχο του Kenji Mozu, ενός νέου ninja, που ανήκει στην ίδια ομάδα με αυτήν του Ruy Hayabusa, τον βασικό πρωταγωνιστή των περισσότερων παιχνιδιών της σειράς.
Η ιστορία του Kenji λαμβάνει χώρα παράλληλα με αυτήν του πρώτου Ninja Gaiden, αν και οι επαφές με τον Ruy περιορίζονται μόνο στο αρχικό επίπεδο. Στα αρχικά στάδια θα γνωρίσουμε και την Kumori, πολεμιστή της αντίπαλης ομάδας Black Spider Clan, η οποία θα δημιουργήσει μία εξαναγκαστική συμμαχία με τον Kenji.

Σε μία κρίσιμη στιγμή, το πνεύμα της Kumori θα ενωθεί με αυτό του Kenji, κάτι που σε όρους gameplay σημαίνει ότι θα μπορούμε να χρησιμοποιούμε συνδυαστικά τις δυνάμεις τους. Όπως θα περίμενε κανείς, το σενάριο δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα συνοδευτικό για τη δράση, εντούτοις, σε αυτά τα πλαίσια κάνει αρκετά καλά τη δουλειά του. Μέσα από τους λιγοστούς διαλόγους, η χημεία μεταξύ των Kenji και Kumori, δύο αρχικά άσπονδων εχθρών, είναι αρκετά καλή, προσφέροντας και μερικές στιγμές εύστοχου χιούμορ.
Φυσικά, η ουσία του παιχνιδιού παραμένει το κομμάτι της δράσης, ένα κομμάτι που η Game Kitchen μεταφέρει ποιοτικά. Είναι μάλιστα κάτι που αποτελούσε ίσως και ένα στοίχημα για την ισπανική ομάδα ανάπτυξης. Στο πρώτο Blasphemous η μάχη ήταν κάπως άνευρη, κάτι που βέβαια βελτιώθηκε σημαντικά στο sequel, αν και σε κανένα από τα δύο δεν διακρινόταν από μεγάλη ταχύτητα. Εξυπακούεται ότι σε ένα παιχνίδι που λέγεται Ninja Gaiden αυτό θα έπρεπε να αλλάξει και ευτυχώς το Ragebound μεταφέρει τον φρενήρη ρυθμό σχεδόν υποδειγματικά.

Ο έλεγχος του Kenji είναι άμεσος και με πολύ καλή απόκριση, και ήδη από τα πρώτα βήματα διαθέτει την ικανότητα να σκαρφαλώνει σε κάθετους και κατακόρυφους τοίχους, να πηδάει από τοίχο σε τοίχο αλλά και να κάνει “γκελ”, μία μορφή double jump δηλαδή, όταν χτυπάει τους εχθρούς ή τα βλήματά τους ενώ είναι στον αέρα. Η τελευταία ικανότητα ιδίως είναι ιδιάζουσας σημασίας για διάφορα platform σημεία και ιδιαίτερα ευχάριστη στη χρήση της.
Όπως αρμόζει επίσης σε ένα παιχνίδι που αποτελεί συνέχεια των Ninja Gaiden του NES, η πλειοψηφία των απλών εχθρών εξοντώνεται με ένα μόνο χτύπημα. Η μεγάλη ταχύτητα με την οποία κινούνται σημαίνει ότι τα αντανακλαστικά πρέπει να είναι πάντα σε εγρήγορση ενώ η τρωτότητά τους επιτρέπει στην γρήγορη και ασταμάτητη κινητικότητα.

Διασκορπισμένοι στα επίπεδα είναι και ορισμένοι εχθροί -συνήθως στατικοί- που χρειάζονται περισσότερα χτυπήματα για να εξοντωθούν. Εδώ εισάγεται η ειδική ικανότητα του hypercharge, μία ισχυρή επιθετική κίνηση που ενεργοποιείται όταν εξοντώσουμε συγκεκριμένους, απλούς εχθρούς.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτοί οι εχθροί εμφανίζονται ακριβώς στα σημεία όπου βρίσκονται οι ισχυρότεροι εχθροί, ωθώντας μας στην “φόρτιση” του hypercharge προκειμένου να τους εξοντώσουμε με ένα μόλις χτύπημα. Θεωρητικά φαντάζει ως ένας ενδιαφέροντας εμπλουτισμός, αλλά μετά τα μέσα αρχίσει να δείχνει αρκετά τετριμμένος.

Η μέθοδος ενεργοποίησης του hypercharge μπορεί να οδηγήσει διάφορα σημεία σε ανούσια πτώση του ρυθμού, καθώς υπάρχουν διάφορα σημεία όπου απλά περιμένουμε το πότε θα εμφανιστεί ο κατάλληλος εχθρός που θα μας δώσει το συγκεκριμένο boost. Το hypercharge, αν και ενδιαφέρον σαν ιδέα, καταλήγει ανεκμετάλλευτο και μονοδιάστατο, ιδίως προς τα τελευταία επίπεδα όπου η χρήση του απαιτείται συχνότερα.
Το παραπάνω βέβαια δεν είναι παρά ένα μικρό ελάττωμα σε ένα παιχνίδι που κατά τα άλλα διατηρεί απολαυστική δράση υψηλών οκτανίων. Με τη σειρά του, το platforming συνοδεύει ιδανικά την εμπειρία, προσφέροντας πολλές περιπτώσεις όπου πρέπει να εκμεταλλευτούμε τις ακροβατικές ικανότητες του Kenji αλλά και τις ειδικές ικανότητες της Kumori.

Ο χειρισμός της Kumori γίνεται διαθέσιμος σε συγκεκριμένα τμήματα όπου εμφανίζεται ως πνεύμα που μπορεί να μείνει έξω από το σώμα του Kenji για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Σε αυτά τα τμήματα οι κινήσεις μας είναι πάντα στα όρια καθώς τα χρονικά περιθώρια είναι πολύ στενά. Ευτυχώς, ο χειρισμός στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, και ο σχεδιασμός των επιπέδων είναι προσεγμένος ώστε να ωθεί στην ασταμάτητη κινητικότητα.
Το σύνολο του περιεχόμενου κλείνουν τα boss fights, τα οποία αν και δίνουν την εντύπωση ότι είναι περιορισμένα σε αριθμό, δεν παύουν να προσφέρουν ωραίες συγκρούσεις, αποφεύγοντας τη συνηθισμένη παγίδα της κατακόρυφης αύξησης στο κομμάτι της πρόκλησης. Σε αυτές τις μάχες οι εχθρικές κινήσεις “διαβάζονται” με αρκετή ευκολία ώστε να μας δίνουν ένα σεβαστό διάστημα να αντιδράσουμε, οδηγώντας τελικά σε απολαυστικές συγκρούσεις.

Εκεί που θα λέγαμε ότι ελαφρώς σκοντάφτει το Ragebound είναι στη διάρκεια, αν και όχι με τον τρόπο που ίσως περιμένετε. Στις περίπου 5-6 ώρες, ένα σαφώς συγκρατημένο διάστημα, το παιχνίδι φαίνεται στην τελευταία ώρα να έρχεται σε ένα σχετικό τέλμα. Τα τελευταία επίπεδα αρχίζουν να δίνουν έντονα την αίσθηση της επανάληψης στις προκλήσεις που μας φέρνουν, κάτι που φαίνεται να προσπαθεί να το αντισταθμίσει με την ακόμα μεγαλύτερη συχνότητα δυσκολότερων εχθρών.
Σε αυτά τα σημεία αρχίζουν να έρχονται αμυδρές αναμνήσεις από τις πιο σαδιστικές καταστάσεις των παιχνιδιών του NES και όχι με κάποιον καλό τρόπο, αφού το παιχνίδι φαίνεται να θυσιάζει τον γρήγορο ρυθμό του για ελαφρώς πιο μεθοδικές και μετρημένες κινήσεις, κάτι που δεν λειτουργεί τόσο καλά.

Ωστόσο, συνολικά δύσκολα θα μείνουν ανικανοποίητοι όσοι θέλουν να ασχοληθούν με ένα γραμμικό platform όπου κυριαρχεί η έντονη δράση και το ασταμάτητο platforming. Το σύνολο του παιχνιδιού ντύνει ιδανικά η λεπτομερής pixel art με τη ζωηρή παλέτα χρωμάτων. Τα animations και τα εφέ είναι ιδιαίτερα όμορφα, προσφέροντας επίσης μία αρκετά καλή ποικιλία σε περιβάλλοντα. Η Game Kitchen αναμφίβολα αποδεικνύει, για άλλη μία φορά, ότι γνωρίζει πολύ καλά να μεταχειρίζεται την pixel art, συνθέτοντας μία άκρως ελκυστική εικόνα, ρετρό αισθητικής.
Αν μη τι άλλο, η ισπανική ομάδα ανάπτυξης συνεχίζει να δείχνει έντονα σημάδια εξέλιξης. Αν και υπάρχουν ορισμένα -μικρά είναι η αλήθεια- θέματα, το Ragebound παραμένει μία απόλυτα διασκεδαστική εμπειρία, χάρη στον εξαιρετικό χειρισμό και την καταιγιστική αλλά δίκαιη δράση.
Δεν είναι τίποτα λιγότερο από μία άκρως προσεγμένη και εκμοντερνισμένη αναβίωση της ιστορικής σειράς, όπως αυτή ξεκίνησε στα οκτάμπιτα συστήματα, την οποία θεωρούμε ότι θα εκτιμήσουν εξίσου παλιότεροι και νεότεροι παίκτες.
Το Ninja Gaiden: Ragebound κυκλοφορεί από τις 31/7/25 για PS5, PS4, PC, Switch, Xbox Series και Xbox One. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για PC με review code που λάβαμε από την Dotemu Games.