
Neverwinter Nights 2
«Κάθε τι που κάνεις έχει νόημα». Ας δούμε αν η Obsidian κατάφερε να κάνει αυτό που όλοι περιμέναμε
«Κάθε τι που κάνεις έχει νόημα». Ας δούμε αν η Obsidian κατάφερε να κάνει αυτό που όλοι περιμέναμε
«Κάθε τι που κάνεις έχει νόημα». Ας δούμε αν η Obsidian κατάφερε να κάνει αυτό που όλοι περιμέναμε
Υπάρχουν στιγμές που τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Όπως υπάρχουν και στιγμές που και το πιο απλό πράγμα μπορεί να φανεί απροσδιόριστο, χαοτικό. Το Neverwinter Nights 2 δεν ανήκει σε κανένα από τα δύο άκρα, αφού από τη μία καταφέρνει να προσφέρει αυτό το οποίο είχε υποσχεθεί, αλλά από την άλλη η πάλη του με την παράδοση του δημιουργεί μια αυτό-αμφισβήτηση, σαν να μην είναι σίγουρο για τις επιλογές του. Ίσως αυτό να είναι απόρροια του στάσιμων πλέον μηχανισμών των τίτλων του είδους του, αλλά ίσως και είναι τα τελευταία μεγάλα βήματα πριν τη νέα εποχή, ένα κοίταγμα στον καθρέφτη πριν την ανάδειξη ενός νέου εαυτού. Όταν είχε κυκλοφορήσει το Neverwinter Nights ήταν ένα μεγάλο γεγονός για τη βιομηχανία. Δημιουργημένο από την κορυφαία BioWare ως το επόμενο βήμα στην προσπάθειά της να πετύχει μια πιο άμεση ροή σε ένα gameplay σύστημα αυστηρά βασισμένο στον υπολογισμό, κατάφερε να δώσει μια σχετικά διαφορετική εμπειρία, ανοίγοντας πλαγίως το δρόμο για τίτλους όπως Knights of the Old Republic και Jade Empire. Και όχι μόνο.
Ο τίτλος προσέφερε και το Aurora Toolset, ένα εξαιρετικό πρόγραμμα με το οποίο οι παίκτες μπορούσαν να δημιουργήσουν τις δικές τους περιπέτειες, να τις μοιραστούν και να φτιάξουν το δικό τους μύθο ή –γιατί όχι- να κάνουν τα πρώτα τους βήματα ως developers. Φυσικά, η κάπως πειραματική φύση του τίτλου του στέρησε δύο από τα πιο δυνατά στοιχεία για τα οποία ήταν γνωστή η BioWare: το σενάριο και το ενεργό party. Αποτέλεσμα αυτού ήταν μια μέτρια single player εμπειρία που δεν ικανοποίησε, αφήνοντας όμως χώρο για να λάμψει το Aurora Toolset που έδωσε –και δίνει- ζωή στον τίτλο μέχρι και σήμερα.
Είναι λοιπόν λογικό το ότι το Neverwinter Nights 2 στοχεύει να βελτιώσει δραματικά τα δύο πιο αδύναμα σημεία του προηγούμενου τίτλου, κάτι που το καταφέρνει. Η Obsidian δίνει στο σενάριο την απαραίτητη ώθηση που χρειάζεται μέσω ενός εξαιρετικού ρυθμού, ακολουθώντας με φρεσκάδα την κλασική συνταγή του άσημου νεαρού που καταλήγει σε διάσημο ήρωα. Γνωρίζοντας πως η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, η Obsidian καταφέρνει να κάνει την εισαγωγή της ιστορίας δραματική, σκηνοθετώντας με οίστρο μια εξαιρετική νυχτερινή επίθεση στο μικρό χωριό απ’ όπου ξεκινάει ο παίκτης. Αμέσως η αίσθηση της αγωνίας κάνει την εμφάνισή της, η ανάγκη για μια γρήγορη αντίδραση από τον θετό πατέρα του κεντρικού χαρακτήρα, ο οποίος τον συμβουλεύει να ξεκινήσει αμέσως το ταξίδι του για την πόλη του Neverwinter. Από εκεί και ύστερα η πλοκή ξετυλίγεται δυναμικά, με ενδιαφέρουσες αποστολές που κρατάνε το ρυθμό και εντάσσονται έξυπνα στο συνολικό δέντρο της ιστορίας.
Οι χαρακτήρες -ιδιαίτερα βέβαια όταν αποκαλύπτονται οι πραγματικοί εχθροί- αποδίδονται με επιτυχία και παίζουν το ρόλο τους πειστικά, ενώ οι διάλογοι είναι ένα ακόμα γαλόνι για την Obsidian που, ευτυχώς, αποφεύγει τις κουραστικές σοφιστείες του Knights of the Old Republic: The Sith Lords. Το καλό σενάριο δένει επίσης με την επιστροφή των NPCs δίπλα στον παίκτη (2 ανά φορά), ανασταίνοντας υπό μια μορφή την έννοια της ομάδας που άφησε εποχή στη τριλογία του Baldur’s Gate. Αν και ποτέ δεν φτάνει τα επίπεδα των εν λόγω τίτλων όσον αφορά στο βάθος και στο interaction, δεν πέφτει ούτε στο μονόχνοτο μηχανισμό του πρώτου Neverwinter Nights.
Οι NPCs που θα σας συντροφέψουν στο ταξίδι σας είναι ως επί το πλείστον καλοσχεδιασμένοι και καθόλου διακοσμητικοί, προσφέροντας όχι μόνο τις προσωπικές τους ιστορίες ως πεδίο για ανάπτυξη των side quests, αλλά και τις απόψεις τους για τις πράξεις και τις επιλογές του παίκτη. Είναι αυτή η ζωντάνια που φέρνουν στο μίγμα που μεταμορφώνει τον τίτλο σε έναν κόσμο που αναπνέει και που δεν είναι στάσιμος, ένα απαραίτητο συστατικό για τη διατήρηση της ατμόσφαιρας καθ’όλη τη διάρκεια του –ιδιαίτερα μεγάλου- single player campaign. Πέρα από τις δύο βελτιώσεις, ο τίτλος δεν ξεφεύγει από τη γνωστή φόρμουλα. Οι κανόνες (AD&D έκδοση 3.5) επιτρέπουν μια εντυπωσιακή ελευθερία στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, ενώ επίσης μπορείτε να διαμορφώσετε (αλλά και να ελέγξετε) τους χαρακτήρες που σας συνοδεύουν.
Αυτή η επιλογή σας δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσετε την ομάδα των ονείρων σας και προσθέτει ένα ακόμα επίπεδο στρατηγικής στο μηχανισμό που, αν και δεν είναι φυσικά πρωτότυπος, έλειπε από τον πρώτο τίτλο της σειράς. Εν συνεχεία, οι μετέπειτα στροφές του σεναρίου θα σας φέρουν σε σημείο να διοικήσετε το δικό σας κάστρο (καθώς και να το υπερασπιστείτε), προσφέροντας έτσι μια ενδιαφέρουσα αλλαγή ρυθμού και gameplay στιλ που ικανοποιεί. Ενώ όμως η προσπάθεια της Obsidian να προσφέρει μια πλήρης –και εξελιγμένη- gameplay εμπειρία είναι επιτυχής, ο τίτλος μοιάζει να παραπατάει επικίνδυνα στους άλλους τομείς, αναδύοντας ενίοτε την αίσθηση του προχειροφτιαγμένου.
Βαδίζοντας το δρόμο του καλού, του κακού ή της εκλογικευμένης αδιαφορίας είναι πλέον η gameplay καρδιά κάθε δυτικού RPG. Το Neverwinter Nights 2 ακολουθεί όμως αυτή τη λογική και στον τεχνικό τομέα. Τα εντυπωσιακά screenshots που τόσο καιρό άφηναν ελπίδες για έναν πανέμορφο τίτλο, (σίγουρα όχι του επιπέδου ενός Oblivion αλλά αρκετά εντυπωσιακό), απογοητεύουν. Τα γραφικά του Neverwinter Nights 2 μοιάζουν περισσότερο ως ανακυκλωμένα ή απλώς αναβαθμισμένα από τον προκάτοχο (με εξαίρεση τα εκπληκτικά εφέ των spells) παρά κάτι τρομακτικά διαφορετικό ή ανώτερο. Η γενικότερη αισθητική είναι αδιάφορη, με τις περιοχές σπάνια να αναδύουν σε ατμόσφαιρα την ένταση που υπόσχονται στην πρώτη επαφή, με την instanced λογική τους να «μικραίνει» τον τίτλο. Εξελιγμένες τεχνικές όπως το Bloom Effect δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα και, περιέργως, ο τίτλος χάνει σε frame rate ακόμα και σε πολύ δυνατά PCs, άσχετα αν τα γραφικά (με όλες τις επιλογές ενεργοποιημένες) δεν εντυπωσιάζουν σε καμία στιγμή.
Πληθώρα από bugs, κακό AI στους συντρόφους, μέτριο ως κακό animation στους χαρακτήρες (ιδιαίτερα στα cutscenes) και ένα GUI που δεν έχει μελετηθεί σωστά (δεν υπάρχει καν διευθέτηση των αντικειμένων του inventory ανά είδος) συνιστούν το κακό πρόσωπο της Obsidian που γνωρίσαμε πολύ καλά στο The Sith Lords. Είναι η αλήθεια πως, αν δεν υπήρχε το εξελιγμένο Toolset που δίνει τη δυνατότητα στους παίκτες να φτιάξουν τα δικά τους modules (επεκτείνοντας έτσι τη ζωή του τίτλου δραματικά), θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να παραβλέψουμε τα όποια τεχνικά μειονεκτήματα.
Όμως, όπως έχουν τα πράγματα, η δύναμη του πακέτου της Obsidian βοηθάει στο να ξεπεραστούν οι όποιες αδυναμίες. Σαν τίτλος δεν παύει να είναι παλιομοδίτικος αλλά σαν εμπειρία δεν χάνει την ουσία. Είναι δείγμα της αξίας του η ικανότητά του να υπηρετεί πιστά την παράδοση αλλά και ταυτόχρονα να ενημερώνει πως έχει φτάσει η ανάγκη για ανανέωση.
Ηλίας Παππάς
Ελάχιστες απαιτήσεις συστήματος
Λειτουργικό Windows 2000/ XP
Επεξεργαστής Pentium 4 2.4 GHz
Μνήμη 512 MB
Κάρτα γραφικών 128MB
Σκληρός δίσκος 6.5 GB
PEGI 12+