Resident Evil: Operation Raccoon City
Resident... 4 Dead
Resident… 4 Dead
Η σειρά Resident Evil κατά καιρούς έχει επιδείξει διάφορα spin-offs που δανείζονται τους χαρακτήρες, την ιστορία και διάφορα άλλα στοιχεία του κόσμου που δημιούργησε η Capcom για τα κύρια παιχνίδια της δημοφιλούς σειράς. Αυτή τη φορά η Capcom ανάθεσε στη Slant Six, που έχει εργαστεί στο Socom: Confrontation και σε δύο ακόμα Socom για το PSP, τη δημιουργία ενός co-op shooter για τέσσερις παίκτες. Αρχικά οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι το Raccoon City μπορεί να έχει το όνομα "Resident Evil" στον τίτλο του, αλλά δεν μπορεί να προσφέρει την ατμόσφαιρα που ζητάνε οι φίλοι της σειράς και αυτό γίνεται προφανές από την αρχή.
Επιπλέον παρ’ όλο που εξελίσσεται στο 1998, παράλληλα με τα Resident Evil 2 και 3, στις πρώτες ώρες του campaign δεν υπάρχει έμφαση στην αφήγηση και την ιστορία, αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι μας επιφυλάσσουν η Slant Six και η Capcom στη συνέχεια. Αξίζει, πάντως, να αναφέρουμε ότι όπως έχει ανακοινωθεί, η ιστορία του Raccoon City θα εξετάζει διάφορες εναλλακτικές τροπές στην πορεία των γεγονότων και δεν έχει σαν στόχο να καλύψει κενά ή να εμπλουτίσει τη μυθολογία των Resident Evil. Εμείς θα επικεντρωθούμε στις πρώτες μας εντυπώσεις από το gameplay και τον τεχνικό τομέα του παιχνιδιού.
Ο τεχνικός τομές του Raccoon City είναι μέτριος. Όπως φαινόταν και από τα πρώτα trailers, το πόνημα της Slant Six δεν είναι μία "ΑΑΑ" κυκλοφορία με τεράστιο budget, αλλά ένας τίτλος με πολύ λιγότερους πόρους και χαμηλότερους στόχους. Τηρουμένων των αναλογιών, λοιπόν, τα μοντέλα των χαρακτήρων και των εχθρών είναι ικανοποιητικά, όμως το animation δεν αρμόζει σε παιχνίδι που κυκλοφορεί το 2012. Επίσης, τα περιβάλλοντα που είδαμε είναι αρκετά απλά σχεδιασμένα, με φτωχά textures.
Γενικά, ο τεχνικός τομέας δεν μας ικανοποίησε, αλλά η τελική ετυμηγορία θα έρθει με την ολοκληρωμένη έκδοση του παιχνιδιού, η οποία ελπίζουμε να προσφέρει μεγαλύτερη ποικιλία στα περιβάλλοντα από αυτή που υπάρχει στις πρώτες ώρες του παιχνιδιού.
Το Raccoon City μας επιτρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα σε έξι χαρακτήρες με διαφορετικές ικανότητες και να φτιάξουμε μία ομάδα τεσσάρων ατόμων. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού συλλέγουμε πόντους εμπειρίας και ξεκλειδώνουμε νέες δυνατότητες και καλύτερα όπλα. Κάθε στιγμή έχουμε στη διάθεσή μας ένα "κανονικό" όπλο και ένα πιστόλι, ενώ ουσιαστικά δεν υπάρχει inventory, ούτε η δυνατότητα να κρατήσουμε επιπλέον όπλα. Μπορούμε να εξοπλιστούμε με χειροβομβίδες διάφορων ειδών, ένα σπρέι που προκαλεί ζημιά στα zombies και στα υπόλοιπα τέρατα, καθώς και ένα First Aid Spray, το οποίο γιατρεύει το χαρακτήρα που το χρησιμοποιεί και τους συμπαίκτες του, εφόσον είναι κοντά του.
Διάσπαρτα στα επίπεδα υπάρχουν και τα κλασικά πράσινα βότανα του franchise, που μπορούν να μας θεραπεύσουν. Ενδιαφέρον, ωστόσο, προκαλεί η επιλογή της Slant Six να μην μας επιτρέπει να τα χρησιμοποιήσουμε παρά μόνο αν έχουμε χάσει ενέργεια, ενώ δε μπορούμε να τα πάρουμε μαζί μας. Γενικά ο αριθμός των αντικειμένων που μπορούμε να κουβαλήσουμε είναι εξαιρετικά περιορισμένος, αλλά μπορεί να αυξηθεί αν αγοράσουμε τα κατάλληλα skills των χαρακτήρων.
Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμα, φαίνεται ότι η κλάση του Medic θα είναι από τις πιο σημαντικές εξαιτίας της ικανότητάς του να θεραπεύει και να χαρίζει ευεργετικές ιδιότητες για περιορισμένο χρονικό διάστημα στους συμπαίκτες του. Κατά τη διάρκεια του Raccoon City καλούμαστε να εξοντώσουμε zombies και στρατιώτες… εναλλάξ, ενώ υπάρχουν στιγμές όπου τα δύο αυτά είδη εχθρών συγκρούονται μεταξύ τους. Σχεδιαστικά, η προσέγγιση του νέου τίτλου της Slant Six είναι παλαιομοδίτικη και του τύπου "σκότωσε όλους τους εχθρούς για να ανοίξει η επόμενη πόρτα".
{PAGE_BREAK}
Σε ό,τι αφορά το χειρισμό, αυτός είναι κάπως… δύσκαμπτος και απουσιάζουν δυνατότητες που έχουν εδραιωθεί στο είδος εδώ και χρόνια. Πρώτα από όλα, οι χαρακτήρες δεν μπορούν να εκτελέσουν τούμπα (roll), γεγονός που αρκετές φορές μας έφερε σε δύσκολη θέση -ειδικά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο χαρακτήρας μας δεν μπορεί να γυρίσει γρήγορα και εύκολα προς άλλη κατεύθυνση. Επίσης, ο χαρακτήρας μας "κολλάει" και σκύβει αυτόματα όταν βρεθεί σε επιφάνειες που μπορούν να τον καλύψουν από τα εχθρικά πυρά, αλλά δεν μπορεί να μεταφερθεί γρήγορα από τη μία επιφάνεια κάλυψης στην άλλη -όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει στα Gears of Wars και σε ένα σωρό shooters μετά από αυτό.
Επιπλέον, σε αντίθεση με τα παιχνίδια Left 4 Dead της Valve, είναι δυνατό να "κολλήσουμε" επάνω στους συμπαίκτες μας εντός των σχετικά στενών διαδρόμων του παιχνιδιού, κάτι που μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα όταν, για παράδειγμα, προσπαθούμε να τρέξουμε μακριά από μία εχθρική χειροβομβίδα. Οι συμπαίκτες που ελέγχει η ΑΙ είναι αρκετά χρήσιμοι, όμως, παρά τη γενικά καλή λειτουργία της τεχνητής νοημοσύνης, ένα πρόβλημα.
Όσο και να έχουν πληγωθεί δεν χρησιμοποιούν τα βότανα που βρίσκονται διάσπαρτα στις πίστες, κάτι που θα αποτελέσει πρόβλημα αν συμβαίνει και στη τελική έκδοση του παιχνιδιού, καθώς αναγκαζόμαστε να χαλάμε τα λιγοστά first aid spray χωρίς λόγο. Η ΑΙ των εχθρικών στρατιωτών είναι ένα ακόμα πράγμα που θα πρέπει να διορθωθεί μέχρι την τελική έκδοση, αφού πολλές φορές οι αντίπαλοι προσπαθούν να κρυφτούν με εντελώς λάθος τρόπο, με αποτέλεσμα να αποτελούν πολύ εύκολους στόχους.
Το level design όσων επιπέδων είδαμε ήταν αδιάφορο, αν και ορισμένα σημεία μας έδωσαν ενδείξεις για μεγαλύτερη έμφαση στο vertical shooting στη συνέχεια, κάτι που μας άρεσε. Η αίσθηση των όπλων, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο του τίτλου, ήταν μάλλον μέτρια. Σίγουρα δεν είναι κακή, αλλά βρίσκεται μακριά σε σχέση με τους καλύτερους εκπροσώπους του είδους.
Όμως, υπάρχει κάτι που μας έκανες εντύπωση. Κρατώντας πατημένο το πλήκτρο L2, ο χαρακτήρας μας περπάταγε αργά, σημαδεύοντας με το πιστόλι και μόλις στόχευε κάποιον εχθρό πυροβολούσε αυτόματα, χωρίς να χρειαστεί να πατήσουμε εμείς κάτι. Αυτό φαίνεται ότι είναι ένα χρήσιμο εργαλείο εναντίον των zombie και ένας μηχανισμός που ίσως αποδειχθεί ενδιαφέρων στη συνέχεια του παιχνιδιού. Στον αντίποδα του παραπάνω μηχανισμού, είδαμε κάτι που μας έκανε αρνητική αντύπωση.
Στην αρχή του Raccoon City συναντάμε τον William Birkin, ο οποίος είναι παραμορφωμένος από τον G-Virus και πρέπει να τον αποφύγουμε μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες που μας επιτρέπουν να ξεφύγουμε. Σε αυτό το σημείο, αν ο εχθρός καταφέρει να φτάσει πολύ κοντά μας, δεν έχουμε τη δυνατότητα να πάμε πίσω του και να του επιτεθούμε μιας και μας εμποδίζει ένας αόρατος τοίχος. Αυτή είναι μία εντελώς άστοχη επιλογή, που ελπίζουμε να μην προδίδει τη γενικότερη φιλοσοφία του παιχνιδιού και του τι θα ακολουθήσει. Μία τελευταία παρατήρηση σε σχέση με το campaign του τίτλου είναι πως, παίζοντας με έναν παίκτη, τα κύματα των εχθρών στο normal βαθμό δυσκολίας είναι υπερβολικά πολλά και κουράζουν. Μέχρι ένός σημείου αυτή η σχεδιαστική επιλογή είναι λογική όταν παίζει κάποιος μόνος του ένα παιχνίδι που έχει φτιαχτεί για τέσσερις παίκτες, αλλά για να είμαστε δίκαιοι και προς τον ανταγωνισμό αυτό δεν συμβαίνει ποτέ στα Left 4 Dead (στο κανονικό επίπεδο δυσκολίας).
Η αλήθεια είναι ότι η πρώτη γεύση που πήραμε από το Resident Evil: Operation Raccoon City δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Οι βασικοί του μηχανισμοί είναι μέτριοι και μάλλον ξεπερασμένοι, με αποτέλεσμα το νέο spin-off της δημοφιλούς σειράς να δείχνει ότι δεν είναι σε θέση να απειλήσει τους καλύτερους εκπροσώπους του είδους. Ωστόσο, είμαστε σίγουροι ότι με τρεις φίλους μας, το Raccoon City μπορεί να γίνει διασκεδαστικό. Μένει να δούμε αν τα διάφορα modes του τίτλου μπορούν του προσφέρουν προσωπικότητα, και φυσικά έχει σημασία το πώς και αν θα χρησιμοποιηθεί το background της ιστορίας της σειράς Resident Evil. Οι τελικές απαντήσεις θα έρθουν στο τέλος Μαρτίου μαζί με την ολοκληρωμένη έκδοση του παιχνιδιού.
Νίκος Καβακλής
{nomultithumb}