Company of Heroes 2: Ardennes Assault
You may have won the battle, but you haven't won the war.
You may have won the battle, but you haven’t won the war.
Το τι πέτυχε η Relic Entertainment με την κυκλοφορία του πρώτου Company of Heroes το 2006 για το RTS genre είναι, λίγο-πολύ, σε όλους γνωστό. Με δεκάδες βραβεία στην πλάτη του και κατακτώντας δίκαια μια θέση στην καρδιά όσων είναι λάτρεις των strategy παιχνιδιών, όλοι περίμεναν μια ανάλογη συνέχεια. Μια συνέχεια την οποία χρειάστηκαν επτά ολόκληρα χρόνια μέχρι να δούμε στις οθόνες των PC μας, αφού τα οικονομικά προβλήματα και η κατάρρευση της THQ περιέπλεξαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η λύση βρέθηκε εν τέλει με την υποστήριξη της Sega και πριν από περίπου ένα χρόνο με την κυκλοφορία του Company of Heroes 2 η Relic Entertainment δήλωσε και πάλι παρούσα, προσφέροντας ένα sequel το οποίο αποτελεί ακόμα και σήμερα μια από τις πιο αξιόλογες προτάσεις του χώρου.
Μετά την επιτυχία που σημείωσε και το δεύτερο μέρος της σειράς, λογικό επακόλουθο ήταν -την εποχή που ζούμε- οι περιστασιακές κυκλοφορίες DLC πακέτων, καθώς και του The Western Front Armies, ενός multiplayer only expansion, το οποίο περιελάμβανε τους στρατούς του Δυτικού Μετώπου. Ωστόσο, έκδηλη παρέμενε η επιθυμία ενός μεγάλου μέρους του κοινού για ένα νέο single player campaign, επικεντρωμένου στο Δυτικό Μέτωπο, μιας και η αλήθεια είναι πως, παρά τα βελτιωμένα χαρακτηριστικά του CoH 2, η ενασχόληση με το Ανατολικό Μέτωπο και κατ’ επέκταση με τον Σοβιετικό στρατό, μοιραία απογοήτευσε αρκετό κόσμο, αφού η αναλωσιμότητά του -αν και ιστορικά ακριβής- συνέθετε μια λιγότερο ελκυστική επιλογή για τους λάτρεις της τακτικής. Το «κενό» αυτό ήρθε να καλύψει η κυκλοφορία του Company of Heroes 2: Ardennes Assault. Το εν λόγω standalone single player expansion περιλαμβάνει ένα καινούργιο campaign με 18 αποστολές, το οποίο λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της Μάχης των Αρδεννών, αναλαμβάνοντας λόχους του αμερικάνικου στρατού, με σκοπό την άμυνα στην πρώτη γραμμή και τελικώς την απώθηση των αντεπιτιθέμενων Γερμανών προς την Ανατολή.

Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, αξίζει να αναφέρουμε κάποια στοιχεία για τη σημαντικότερη ίσως μάχη του Δυτικού Μετώπου κατά τα τελευταία στάδια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. H Μάχη των Αρδεννών, γνωστή και ως “Επιχείρηση Σκοπιά στο Ρήνο” από το γερμανικό στρατό ή ως “Battle Of The Bulge” από τους Συμμάχους, αποτέλεσε την τελευταία μεγάλης κλίμακας επίθεση του Γ΄ Ράϊχ, μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1944 και 25 Ιανουαρίου 1945, κατά μήκος των συνόρων του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, με σκοπό την κατάληψη του ποταμού Μεύση (Meuse) και του λιμανιού της Αμβέρσας. Η επιχείρηση, η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα κρίσιμη για την πορεία του πολέμου εν τέλει, στόχευε αφενός στη διακοπή του εφοδιασμού των Συμμάχων και αφετέρου στον πιθανό διαχωρισμό των Αμερικανικών και Αγγλικών δυνάμεων, πέντε μήνες μετά την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία.
Η επιστροφή στο Δυτικό Μέτωπο συνεπάγεται, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, με την επιστροφή του αμερικάνικου στρατού στο παιχνίδι. Για τους νεοεισερχόμενους στη σειρά, να αναφέρουμε επιγραμματικά τις κυριότερες διαφορές που συναντάμε εν αντιθέσει με το σοβιετικό στρατό. Ο στρατός της Αμερικής, αποτελώντας μια ιδιαίτερη δύναμη, με κύρια στοιχεία την ευελιξία και τη διαρκή αναπροσαρμογή του πεζικού ανάλογα με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες στο πεδίο της μάχης, με την πρώτη ματιά μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι υπολείπεται έναντι του γερμανικού στρατού -κυρίως σε στοιχεία άμυνας και δύναμης πυρός- γεγονός που με την εξέλιξη του παιχνιδιού και με την εξοικείωση μαζί του εξαλείφεται πολύ σύντομα. Η ανάπτυξή του στο πεδίο της μάχης έχει την ιδιαιτερότητα ότι ξεκινάει με όλα του τα κτήρια έτοιμα, συγκεντρωμένα και οχυρωμένα.

Ενώ αυτό αρχικά μπορεί να φανεί ως υπερβολικό πλεονέκτημα, σύντομα αποδεικνύεται πως μόνο εύκολη δεν είναι η ανάπτυξη των δυνάμεών του, αλλά συνάμα χρειάζεται προσοχή και σωστή διευθέτηση των αναγκών κάθε φορά ανάλογα με τις παραμέτρους κάθε αποστολής. Για να ενεργοποιηθεί το κάθε κτήριο (Command Post), πρέπει να κάνουμε recruit τον εκάστοτε λοχαγό με τη μονάδα του, ώστε να «ξεκλειδώσουν» οι υπόλοιπες επιλογές. Η κάθε μονάδα έχει ιδιαίτερες ικανότητες, τις οποίες θα πρέπει και να τις χειριζόμαστε με προσοχή, καθώς επιδρούν καταλυτικά στην εξέλιξη της μάχης. Άλλο ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των μονάδων πεζικού (Riflemen) είναι ότι μπορούν συνεχώς να αλλάζουν ρόλο. Και πώς πραγματοποιείται αυτό; Απλά, ξεκλειδώνοντας όπλα στη βάση -Grenades, Bazooka, BAR, κτλ- με το αντίστοιχο κόστος σε munition points κάθε φορά, μπορούμε να εξοπλίσουμε την κάθε μονάδα ανάλογα με τα εκάστοτε τεκταινόμενα στη μάχη.
Ως πακέτο επέκτασης του CoH 2, το Ardennes Assault χρησιμοποιεί τους γνώριμους μηχανισμούς του τίτλου. Ωστόσο, συναντάμε και κάποια νέα στοιχεία, τα οποία ενσωματώνονται στο υπάρχον σύνολο σαν πινελιές, με απώτερο σκοπό να αναζωογονήσουν το gameplay. Το πρώτο από αυτά, με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι κατά την έναρξη του campaign, αποτελεί το γεγονός ότι στο επίκεντρο του παιχνιδιού βρίσκονται πλέον οι λόχοι (companies). Ύστερα από μια εισαγωγική αποστολή, η οποία επιτελεί και το ρόλο του tutorial, καλούμαστε να επιλέξουμε μεταξύ τεσσάρων λόχων (Airborne, Support, Mechanized και Rangers). Κάθε λόχος έχει τις δικές του ικανότητες, εφόδια και στυλ, ενώ αντίστοιχα εκπροσωπείται από έναν αξιωματικό (λοχαγός). Εδώ υπεισέρχεται και ένα πρώτο επίπεδο στρατηγικής, καθώς η επιλογή των λόχων παίζει ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη του παιχνιδιού. Μελανό σημείο για τον τίτλο αποτελεί η ύπαρξη DLC που αφορά τον τέταρτο λόχο, ο οποίος παρόλο που διαθέτει ένα ολόκληρο σενάριο από πίσω του, προσφέροντας ένα τέταρτο μονοπάτι στο campaign, διατίθεται επί πληρωμή από την πρώτη κιόλας μέρα κυκλοφορίας του παιχνιδιού.

Μετά το πέρας των πρώτων “αναγνωριστικών” αποστολών και αφού επέλθει εξοικείωση με τη λειτουργία των λόχων, συναντάμε ένα ακόμα νέο χαρακτηριστικό για τη σειρά, ένα διαδραστικό στρατηγικό χάρτη που καλύπτει τις βασικές τοποθεσίες της Μάχης των Αρδεννών. Θυμίζοντας έντονα αντίστοιχα επιτραπέζια παιχνίδια, μας δίνεται η δυνατότητα να επιλέξουμε μόνοι μας τους επόμενους στόχους μας κατά την πορεία του campaign, με αποτέλεσμα να είναι πλέον στο χέρι του παίκτη οι πιθανότητες κατατρόπωσης της Γερμανικής πολεμικής μηχανή, αφού η δυναμική εξέλιξη της ιστορίας συνηγορεί και στην αλλαγή των κύριων και δευτερευόντων αποστολών. Το παραπάνω γεγονός ενδυναμώνει το στοιχείο του replaybility για τον τίτλο, καθώς οι αλλαγές στα objectives ανάλογα με τις αποφάσεις δίνουν περισσότερους λόγους να δοκιμάσει κανείς τις διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας.
Επιπλέον, οι στρατηγικές επιλογές που καλούμαστε να πάρουμε κάθε φορά θα πρέπει να είναι προσεκτικές, επειδή παίζουν καταλυτικό ρόλο στην έκβαση της μάχης, ενώ η κατάσταση, η δύναμη, η εμπειρία και οι απώλειες του κάθε λόχου τον ακολουθούν σε κάθε αποστολή. Μετά την επιτυχή έκβαση κάθε αποστολής κερδίζουμε πόντους εμπειρίας (requisition points) για το λόχο τον οποίο είχαμε υπό τις οδηγίες μας. Τους εν λόγω πόντους μπορούμε να τους διαθέσουμε είτε για την αναβάθμιση κάποιας ικανότητας του λόχου, είτε για την ενίσχυση αυτού με εφεδρείες σε περίπτωση που είχαμε απώλειες κατά τη μάχη. Εδώ θα πρέπει να τηρηθεί η ιδανική ισορροπία ανάμεσα στις επιλογές για επάνδρωση. Η αύξηση της εμπειρίας οδηγεί σε βετεράνους που ενισχύουν σημαντικά τη δύναμη πυρός του λόχου, ενώ αντίθετα οι μονάδες που χάνονται στο πεδίο αποτελούν σοβαρό πλήγμα για το λόχο, καθώς λάθος χειρισμοί στο θέμα της επάρκειας και διαχείρισης των αντρών κάθε λόχου μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και στην οριστική απώλειά τους, οδηγώντας τότε με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια στην ανικανότητα ολοκλήρωσης του παιχνιδιού και σε πρόωρο “game over”.

Καίριας σημασίας είναι επίσης οι επιλογές που καλούμαστε να κάνουμε στη διαμόρφωση των τεσσάρων, ξεχωριστών για κάθε λόχο, ειδικών ικανοτήτων που διαθέτουν και των αντίστοιχων αναβαθμίσεών τους. Το skill tree, μέσω του οποίου μπορούμε να προσαρμόσουμε τους λοχαγούς στον τρόπο μάχης που θεωρούμε βέλτιστο και σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες της μάχης, προσφέρει συνολικά 72 επίπεδα βελτίωσης. Οι αποστολές που διαθέτει το Ardennes Assault στην πλειοψηφία τους δεν είναι scripted και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κυμαινόμενης δυσκολίας, συνάρτηση πάντοτε του τι είδους επιλογές έχουμε κάνει στο στρατηγικό χάρτη και στις επιλογές των λόχων.
Κάθε single player campaign είναι διαφορετικό αναλόγως μιας σειράς επιλογών μας, όπως του τρόπου παιχνιδιού που θα ακολουθήσουμε, το ποιο λόχο θα χρησιμοποιούμε περισσότερο και σε ποιά στιγμή κτλ. Ωστόσο, στην προσπάθεια της να παρουσιάσει ένα δυναμικό campaign και να προσθέσει έξτρα πρόκληση στο πόνημά της, η Relic επέλεξε μια σχεδιαστική επιλογή η οποία λειτουργήσει σαν δίκοπο μαχαίρι και είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα αποθαρρύνει αρκετούς από το να ασχοληθούν με το παιχνίδι. Αναφερόμαστε στο save system του τίτλου, το οποίο δεν επιτρέπει στον παίκτη να αποθηκεύσει την πρόοδό του στο παιχνίδι τη στιγμή που αυτός θα επιλέξει, παρά μόνο με autosave ή με save and quit κατά τη διάρκεια μιας αποστολής. Στερείται δηλαδή της επιλογής για save ανά πάσα στιγμή ή κατά τη διάρκεια που πραγματοποιούμε τις κινήσεις των στρατευμάτων μας στον επιχειρησιακό διαδραστικό χάρτη, με αποτέλεσμα κάθε μας επιλογή να μας περιορίζει, αφού δεν μας δίνεται η δυνατότητα για πολλαπλά saves.

Ο τεχνικός τομέας του τίτλου, όπως είναι άλλωστε λογικό, είναι ίδιος με αυτόν που χρησιμοποιεί και ο προκάτοχός του, διαθέτοντας τεράστια περιβάλλοντα, σχεδιασμένα λεπτομερώς, τα οποία μεταβάλλονται ανάλογα με την εξέλιξη της μάχης και αλλάζουν λόγω των καιρικών συνθηκών. Τα ίδια ισχύουν και για το εξαιρετικό animation που διακρίνει τη σειρά. Βελτιωμένος εμφανίζεται και ο ήδη ποιοτικός ηχητικός τομέας, κυρίως λόγω της καλύτερης δουλειάς που έχει γίνει στο voice acting του αμερικάνικου στρατού, εν αντιθέσει με το πολύ μέτριο αποτέλεσμα που ακούσαμε στην προφορά του Κόκκινου Στρατού.
Κλείνοντας, οφείλουμε να αναφέρουμε πως αυτό το πακέτο επέκτασης είναι μια πολύ καλή πρόταση για τους λάτρεις των RTS. Για πολλούς, με την εν λόγω κυκλοφορία η σειρά επιστρέφει στις ρίζες της και με την προσθήκη των νέων στοιχείων ξεδιπλώνει άλλες πτυχές του gameplay. Η stand alone φύση του το καθιστά πολύ ελκυστικό, αλλά σίγουρα θα υπάρξουν ενδοιασμοί κυρίως λόγω της υψηλής τιμής διάθεσης, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς και την ύπαρξη day one DLC. Ωστόσο, εμείς οφείλουμε να αναφέρουμε πως παρά τα όποια αρνητικά μπορεί να προσάψει κανείς στον τίτλο, αυτός δεν παύει να αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για να επιστρέψετε στα ψηφιακά πεδία μάχης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και σε ένα από τα καλύτερα Real Time Strategy παιχνίδια εκεί έξω αυτή τη στιγμή.