Άλλο ένα indie survival αλλά… με χιόνια!
Survival παιχνίδια· δοκιμασμένη indie συνταγή, όπου ρίχνουμε τον παίκτη σε μία ανοικτή περιοχή, έχοντας τον έλεγχο ενός ταλαιπωρημένου ανθρώπου, συχνά ούτε καν ρακένδυτου, ψάχνοντας εναγωνίως κλαδάκια, φυλλαράκια, πετραδάκια και λοιπές πρώτες ύλες ώστε να ράψουμε ένα, κατ’ ευφημισμό, ρούχο ή όπλο και να χτίσουμε ένα τσαρδί ως τα πρώτα σημαντικά κομμάτια της επιβίωσής μας. Φυσικά, είναι αυτονόητο ότι ο χαρακτήρας μας θα πεινάει και θα διψάει ανά δέκα λεπτά. Συνηθίζεται επίσης η παραπάνω συνταγή να λαμβάνει χώρα σε κάποιο απομονωμένο νησί ή ορεινή περιοχή, πάντα όμως σε δασώδεις περιοχές (η ξυλεία, βλέπετε, είναι το άλφα και το ωμέγα στις πρώτες ύλες).
Το Fade to Silence έρχεται να “ταράξει” τα νερά των survival παιχνιδιών, τοποθετώντας μας σε μία δασώδη περιοχή, όμως, με την “ειδοποιό” διαφορά ότι βρισκόμαστε σε έναν αιώνιο και βαρύ χειμώνα, όπου το έδαφος καλύπτεται μονίμως από παχιές στρώσεις χιονιού. Σε gameplay όρους αυτό σημαίνει κυρίως ότι διατηρείται η ανάγκη του είδους για τροφή, αλλά η δίψα αντικαθίσταται από την προσπάθεια να κρατάμε τη θερμοκρασία του σώματος σε επιτρεπτά επίπεδα.
Σε όρους πλοκής το Fade to Silence ακολουθεί τα χνάρια των απανταχού survival παιχνιδιών, τουτέστιν μηδαμινές πληροφορίες για το τι συμβαίνει και πού βρισκόμαστε, καθώς το σεναριακό υπόβαθρο δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία δικαιολογία για να τεθούν οι όροι επιβίωσης και να δοθούν οι πλέον επιφανειακές εξηγήσεις για τους θανάσιμους κινδύνους που θα αντιμετωπίσουμε. Στην παρούσα περίπτωση βρισκόμαστε σε έναν post-apocalyptic κόσμο όπου κάποιο συμβάν έχει φέρει στην επιφάνεια απόκοσμα πλάσματα, παρέα με τον προαναφερθέντα αιώνιο χειμώνα.
Εμείς παίρνουμε τον ρόλο του Ash κατά την επιστροφή του από τον θάνατο (υποθέτουμε), κυριευμένος παράλληλα από έναν δαίμονα, σε μία κατάσταση που θυμίζει την περίπτωση του Watcher με τον War στο Darksiders. Εδώ, βέβαια, ο δαίμονας δεν έχει καμία διάθεση να βοηθήσει τον Ash, καθώς τον τριβελίζει αδιάκοπα, προσπαθώντας να του ρίξει το ηθικό και να τον πείσει πως ό,τι και να κάνει ο θάνατος θα βρει τον ίδιο και την κόρη του. Η ύπαρξή του αποτελεί ένα από τα λίγα στοιχεία του τίτλου που προσδίδουν έναν έστω μηδαμινό χαρακτήρα στην πλοκή, καθώς ο δαίμονας προσπαθεί συνεχώς να μας απειλεί και να μας καταριέται έπειτα από διάφορες ενέργειές μας στον κόσμο του παιχνιδιού.
Από εκεί και πέρα, όμως, οι ελλιπείς εξηγήσεις και η μηδαμινή ανάπτυξη χαρακτήρων δεν βοηθούν σε καμία περίπτωση στο πραγματικό ενδιαφέρον μας για την επιβίωση του Ash και της κόρης του, η οποία αναλώνεται σε λιγοστές ατάκες, κυρίως για να μας υπενθυμίσει όταν ο καταυλισμός μας δεν έχει αρκετά εφόδια ζωτικής σημασίας. Το αυτό ισχύει και για τους διάφορους ακόλουθους (followers όπως τους ονομάζει το παιχνίδι) που αποκτάμε σταδιακά, οι οποίοι παρέχουν μόνο ορισμένες βασικές πληροφορίες για τη ζωή τους, δίχως να αναπτύσσουν ποτέ σημαντικά την ιστορία τους.
Ως εκ τούτου η βαρύτητα του παιχνιδιού περνάει στο gameplay και τα survival στοιχεία του. Εάν έχετε ασχοληθεί με παρόμοια παιχνίδια θα αναγνωρίσετε εξ αρχής το γνώριμο μοτίβο του Fade to Silence. Μαζέψτε ξύλα για να χτίσετε διάφορα κτήρια, συλλέξτε δέρματα και ίνες για να ράψετε πανοπλίες και να φτιάξετε όπλα και ούτω καθ’ εξής. Δεν υπάρχει κάποιο ουσιαστικό στοιχείο εμπλουτισμού για τους κανόνες που διέπουν το είδος. Στο θέμα των χτισμάτων οι συνήθεις ύποπτοι βρίσκονται εδώ, όπως καταλύματα που βοηθούν τους διάφορους ακολούθους να ξεκουραστούν γρηγορότερα, ξυλουργεία, κουζίνες, σιδηρουργεία και λοιπά κτήρια, που μας επιτρέπουν να φτιάξουμε διάφορα εργαλεία ή να επεξεργαστούμε εξειδικευμένες ύλες, που με τη σειρά τους θα μας επιτρέψουν να χτίσουμε πιο ανεπτυγμένα κτήρια και καλύτερο εξοπλισμό.
Τα μενού δεν θα λέγαμε ότι είναι και τα καλύτερα δυνατά για αυτές τις διαδικασίες, με τη χαρακτηριστική απουσία ενός κεντρικού μενού από όπου θα μπορούσαμε να καθορίσουμε εύκολα και γρήγορα τις ύλες που χρειαζόμαστε και πρέπει να φτιάξουμε καθώς και να αναθέσουμε τις κατάλληλες δουλειές στους ακολούθους μας. Αντί αυτού, χρειάζεται να επισκεπτόμαστε κάθε κτήριο ξεχωριστά ώστε να επιλέγουμε την εκάστοτε διεργασία που πρέπει να πραγματοποιηθεί, κάτι που περιπλέκει άσκοπα την κατάσταση όταν η παραγωγή ενός ανεπτυγμένου αντικειμένου χρειάζεται μία αλυσίδα παρασκευής υλών από διαφορετικά κτήρια.
Η ίδια έλλειψη ισχύει και για την ανάθεση εργασιών στους λιγοστούς ακόλουθους (στο μεγαλύτερο κομμάτι του παιχνιδιού δεν θα έχετε περισσότερους από τέσσερις) καθώς πρέπει να τους τοποθετούμε αυτοπροσώπως σε κάθε κτήριο, κάτι που χρειάζεται να γίνεται σχετικά συχνά δεδομένου ότι οι δουλειές στη βάση είναι πολλές και τα χέρια λίγα. Το πλήθος των αντικειμένων και χτισμάτων δεν ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα, και μάλιστα όχι και με ιδιαίτερη ποικιλία (μόλις τρεις διαβαθμίσεις σπαθιού, πανοπλίας, γούνας για το κρύο κ.λπ.). Η κατάσταση γίνεται σχετικά καλύτερη όταν βγούμε από τα στενά πλαίσια της βάσης μας προκειμένου να εξερευνήσουμε τον παγωμένο κόσμο. Το σημαντικότερο προτέρημα του τίτλου έρχεται από την απεικόνιση του χιονισμένου περιβάλλοντος.
Δεν θα διεκδικήσει βραβεία για τον οπτικό τομέα, αλλά δεν παύει να μας φέρνει σε ένα αξιοπρεπέστατα σχεδιασμένο κόσμο, που καταφέρνει να αποδώσει πειστικά τον βαρύ χειμώνα και το πολικό ψύχος που επικρατεί. Τα εφέ που συνοδεύουν την χιονόπτωση και το άσπρο τοπίο είναι δουλεμένα, βλέποντας τα ίχνη του χαρακτήρα μας και των διαφόρων πλασμάτων να σχηματίζονται με αρκετή αληθοφάνεια στις χιονισμένες επιφάνειες. Καλοσχεδιασμένες είναι και οι χιονοθύελλες που πραγματοποιούν την εμφάνισή τους σε τυχαίες στιγμές, μειώνοντας σημαντικά την ορατότητα και την κινητικότητα του χαρακτήρα μας, κατεβάζοντας ταυτόχρονα επικίνδυνα τη θερμοκρασία του σώματος.
Τα survival στοιχεία της τροφής και της θερμοκρασίας έχουν επίπτωση στο μάξιμουμ όριο που βρίσκεται η ενέργειά του όταν περάσουν συγκεκριμένα όρια, αλλά τουλάχιστον δεν θα φέρουν από μόνα τους έναν πρόωρο θάνατο, κάτι που σημαίνει ότι το παιχνίδι μάς αφήνει σεβαστά περιθώρια για να επαναφέρουμε τον Ash σε πλήρη φόρμα. Από εκεί και πέρα, τα open-world στοιχεία ακολουθούν την πεπατημένη. Διάφορες κοινότυπες πηγές υλών (δέντρα, πετρώματα, κυνήγι), όπου αφού τις ανακαλύψουμε γίνεται να στείλουμε τους ακολούθους μας για να τις συλλέξουν, “φωλιές” τεράτων που μπορούμε να καταστρέψουμε μέσω ενός υπεραπλουστευμένου μηχανισμού εξορκισμού και πύργοι στις διάφορες επιμέρους περιοχές του χάρτη που όταν τους καθαρίσουμε αποκαλύπτεται ο χάρτης με όλα τα εικονίδιά του, ως ένα άλλο “Ubisoft open-world” παιχνίδι παλιάς κοπής.
Ωραία πινελιά αποτελεί το έλκηθρο που σέρνουν οι συμπαθέστατοι λύκοι, επιτρέποντάς μας να οργώνουμε τις εκτάσεις με ταχύτητα, με ένα όχημα που συνάδει απόλυτα με το χιονισμένο τοπίο και μας πείθει ότι θα έπρεπε να το βλέπουμε συχνότερα σε παρόμοιες παραγωγές. Περνώντας στο τελευταίο gameplay στοιχείο του παιχνιδιού, αυτό της μάχης, η κατάσταση παραμένει σε μετριότατα μονοπάτια. Τα όπλα περιορίζονται σε ένα σπαθί και ένα τόξο και ο ρυθμός της μάχης είναι κουραστικά επαναλαμβανόμενος. Φυσικά υπάρχει η ανάγκη για διαχείριση της stamina στις επιθέσεις και αποφυγές (μεγάλη σχολή τα Dark Souls…), αλλά οι πιο κοινοί εχθροί είναι τόσο προβλέψιμοι, και με μόλις 1-2 ράθυμα movesets, που οι περισσότερες συγκρούσεις, ήδη από τα πρώτα στάδια, θα έχουν την αίσθηση αγγαρείας, ανάλογη με την αίσθηση που αφήνει η συλλογή ξύλων, χόρτων, πετρωμάτων κ.λπ.
Εν κατακλείδι, το Fade to Silence μπορεί να μας φέρνει σε ένα όμορφο, χιονισμένο τοπίο, αλλά από εκεί και πέρα η survival πορεία του προχωράει σε απολύτως τετριμμένα μονοπάτια για το είδος. Οι φίλοι των survival παιχνιδιών πιθανότατα θα βρουν τη λίστα των κτηρίων και crafting συνταγών περιορισμένη και την προσπάθεια για επιβίωση δίχως καμία ιδιαίτερη φρέσκια ιδέα. Για τους υπόλοιπους, η επαναλαμβανόμενη φύση του παιχνιδιού και το άνευρο σύστημα μάχης δύσκολα θα υπερκεράσουν τη σχετικά ευχάριστη περιήγηση με το έλκηθρο (αν έχουν την υπομονή να φτάσουν στο σημείο να το ξεκλειδώσουν).
Το review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για PC.