
Call of Duty: Black Ops 7 | Review
Lucy in the Sky with Diamonds.
Σε έναν κατακερματισμένο κόσμο όπου κάθε σκιά κουβαλά τους ήχους και το βάρος παλιότερων πολέμων, το Call of Duty: Black Ops 7 προκαλεί τον πρωταγωνιστή – και τους παίκτες – να σταματήσουν να κοιτάζουν πίσω. «Το σημαντικό είναι τί θα κάνουμε μετά.» Αυτό το μάντρα δεν είναι απλά σύνθημα, είναι η συναισθηματική καρδιά του πιο φιλόδοξου – σύμφωνα με την ομάδα ανάπτυξης της Treyarch – Black Ops μέχρι σήμερα. Ένας τίτλος που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα συνεργατικό campaign, ένα πολυδιάστατο multiplayer και την ανατριχιαστική επιστροφή του κλασικού, Zombies mode.
Παρότι οι φιλοδοξίες του είναι υψηλές, η εκτέλεση αυτή δεν είναι πάντα ομαλή. Το campaign στοχεύει να καθηλώσει με νέες ιδέες, ωστόσο δυσκολεύεται να συνθέσει ένα πλήρες και συνεκτικό αφήγημα, ενώ το multiplayer αναπληρώνει με άρτιο gameplay, βελτιωμένη κίνηση και ισορροπημένο matchmaking. Το Zombies mode τιμά την παράδοσή του, εμπλουτισμένο με νέα perks και μεγάλους χάρτες, αν και μερικές ατέλειες στον σχεδιασμό επηρεάζουν τη συνολική εμπειρία που προσφέρει.

Η τεχνική απόδοση του παιχνιδιού παραμένει κυρίως σταθερή, με ελάχιστα glitches, ενώ η στρατηγική monetization του τίτλου ακολουθεί -δυστυχώς- ακόμη μια φορά τα γνωστά μοτίβα που ενδέχεται να κουράσουν σύντομα ακόμα και τους πιο πιστούς παίκτες της σειράς. Στην ουσία, το Black Ops 7 είναι ένα παιχνίδι που συνδυάζει λάμψη και απογοήτευση σε ίσες δόσεις.
Το campaign του Black Ops 7 σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή για τη σειρά, εστιάζοντας σε μια σκληρή και «ψυχολογικά φορτισμένη» συνεργατική εμπειρία. Οι παίκτες, πλέον, συμμετέχουν ως ομάδα τεσσάρων, εξερευνώντας θραύσματα από μνήμες των πρωταγωνιστών καθώς μετακινούνται ανάμεσα σε ψυχολογικά τραύματα, σε αποστολές και boss fights (με έντονα bullet sponge στοιχεία) που διαφοροποιούν συνεχώς το gameplay, απομακρύνοντας αρκετά τη σειρά από τις ρίζες του franchise.

Η βασική ιστορία τοποθετείται στο έτος 2035, συνεχίζοντας -σχεδόν μια δεκαετία- μετά τα γεγονότα του Black Ops 2. Οι παίκτες αναλαμβάνουν τον ρόλο του David Mason και της ελίτ ομάδας JSOC «Specter One», που ερευνά την μυστηριώδη επιστροφή του γνωστού τρομοκράτη Raul Menendez και την άνοδο της αινιγματικής οργάνωσης The Guild.
Η υπόθεση εξελίσσεται κυρίως στη μεσογειακή πόλη Avalon, όπου άκρως απόρρητες αποστολές φέρνουν στο φως σχέδια που αφορούν βιολογικά όπλα και τη διεξαγωγή ψυχολογικού πολέμου. Το campaign συνδυάζει ρεαλιστικές, τακτικές αποστολές με σουρεαλιστικά, γεμάτα over the top σκηνικά, καθώς ο Mason προσπαθεί να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τις παραισθήσεις και να αποτρέψει μια παγκόσμια καταστροφή.

Η φετινή προσθήκη στη σειρά προσπαθεί εμφανώς να αποστασιοποιηθεί από προηγούμενους τίτλους τόσο σεναριακά (κυρίως στον τρόπο αφήγησης και απόδοσης της ιστορίας) όσο και σε στυλ και gameplay. Το αποτέλεσμα; Το λιγότερο διχαστικό. Σίγουρα δυσνόητο, αναμφίβολα αχρείαστα πομπώδες και δύσκολο στην παρακολούθηση, προκαλώντας σίγουρα ποικίλες, μακροσκελείς συζητήσεις μέσα στην κοινότητα και τους φίλους της σειράς.
Ενδιαφέρουσα είναι η ποικιλία των αποστολών, που εναλλάσσονται ανάμεσα σε ρεαλιστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις και σουρεαλιστικά, ψυχολογικά, γεμάτα παραισθήσεις φορτισμένα σκηνικά. Τη μια στιγμή οι παίκτες πλοηγούνται σε παραδοσιακές μυστικές αποστολές και την άλλη σε παράξενες, ανησυχητικές σε σημεία, σκηνές που εξερευνούν τον κατακερματισμένο ψυχισμό του πρωταγωνιστή – παραισθήσεις και συμβολικά περιβάλλοντα που θολώνουν τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και εφιάλτη.

Αποστολές όπως οι «Distortion» και «Suppression» προσπαθούν να μείνουν ανεξίτηλες με εκρηκτικές, ονειρικές ακολουθίες σε στοιχειωμένα δάση ή φαντασιακούς κόσμους γεμάτους εχθρούς. Αυτές οι εναλλαγές ύφους και gameplay, αν και στην πρώτη τους ανάγνωση εντυπωσιακές, δημιουργούν εντέλει ένα μείγμα περίεργου ρυθμού και προκαλούν -περιστασιακή- σύγχυση, καθιστώντας την αφήγηση κατακερματισμένη. Η ποικιλία των τοποθεσιών – από φωτισμένες με neon οροφές στο Τόκιο έως ηλιόλουστες μεσογειακές ακτές – αντικατοπτρίζει αυτήν την προσέγγιση, που μπορεί άλλοτε να καθηλώσει και άλλοτε να αποπροσανατολίσει.
Παρά τις εντυπωσιακές ιδέες, η αφήγηση συχνά χάνει σε συνοχή. Οι παίκτες που επέλεγαν τη single player εμπειρία που παραδοσιακά προσέφερε το CoD, μπορεί να νιώσουν το αποτέλεσμα κουραστικό, ιδίως λόγω της απαίτησης του «πάντα online». Καθόλη τη διάρκεια του παιχνιδιού δεν υπάρχει δυνατότητα παύσης ενώ η εγκατάλειψη μιας αποστολής σημαίνει απώλεια προόδου, αυξάνοντας την πίεση να ολοκληρωθούν τα κεφάλαια συνεχόμενα.

Η κεντρική ιστορία διαρκεί περίπου 4–6 ώρες, με τη διάρκεια να αυξάνεται για όσους αναζητούν collectibles ή προαιρετικούς στόχους. Ο γρήγορος ρυθμός, σε συνδυασμό με την πάντα-online σχεδίαση, απαιτεί αφοσίωση, προσθέτοντας ένταση αλλά περιορίζοντας την ευελιξία, δημιουργώντας ένα τελικό αποτέλεσμα που ίσως σε παίκτες του Destiny να θυμίζει τα strikes του παιχνιδιού της Bungie.
Μετά την ολοκλήρωση της βασικής ιστορίας του παιχνιδιού, ξεκλειδώνει το Endgame mode, όπου 32 παίκτες αντιμετωπίζουν μεγάλες συνεργατικές προκλήσεις PvE. Έτσι, συνδυάζει μηχανισμούς του campaign με την κλίμακα του multiplayer, δείχνοντας τη φιλοδοξία της Treyarch να εξελίξει τη φόρμουλα, δημιουργώντας μια εμπειρία που ίσως δεν αρέσει σε όλους.

Το multiplayer του Black Ops 7 αποτελεί το πιο δυνατό στοιχείο του τίτλου για ακόμη μια φορά. Το gameplay είναι γρήγορο, ακριβές και πολυδιάστατο, με 18 προσεκτικά σχεδιασμένους χάρτες: 13 νέους 6v6, τρεις κλασικούς από το Black Ops 2 που επιστρέφουν σε remastered μορφή και δύο μεγάλους 20v20 “Skirmish” χάρτες γεμάτους δράση και οχήματα. Σύντομα, με την έλευση της πρώτης σεζόν υποστήριξης του τίτλου, θα έρθει και πολύ νέο και πλούσιο περιεχόμενο, με νέους χάρτες, modes και όπλα.
Η -κλασική- three lanes δομή και σχεδίαση των χαρτών εξασφαλίζει για ακόμη μια φορά ισορροπία ανάμεσα σε κοντινή μάχη και μακρινές συμπλοκές, ενώ τα κάθετα επίπεδα και τα διαδραστικά στοιχεία που βρίσκονται στους χάρτες προσθέτουν βάθος, με μοναδικό πρόβλημα στη σχεδίασή τους μέχρι τώρα (ως συνήθως τα τελευταία χρόνια) τα σημεία των spawn σε μερικούς χάρτες.

Στο BO7, η κίνηση του χαρακτήρα εξελίχθηκε περαιτέρω, με βάση το omnimovement σύστημα του Black Ops 6, με wall jumps για ρευστότητα και καλύτερο ρυθμό. Επιπλέον, η χειροκίνητη ενεργοποίηση wingsuit (σε ορισμένα modes) και τα ρυθμιζόμενα slide / roll controls δίνουν έλεγχο στον παίκτη, ανταμείβοντας τη δεξιοτεχνία και τη στρατηγική.
Το TTK (time-to-kill), εμφανώς πιο γρήγορο (ελαφρώς πιο χαμηλό και από αυτό του MW 2019) και “θανατηφόρο” κινείται ανάμεσα σε ρυθμούς γρήγορων και πιο μεθοδικών shooters. Η Treyarch σχεδίασε το TTK έτσι ώστε να μην είναι άκρως τιμωρητικό, αφενός δίνοντας χρόνο στον παίκτη να αντιδράσει και αφετέρου να επιβραβεύει την ακρίβεια και την ορθή χρήση των όπλων. Το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την ύπαρξη του -προαιρετικού- SBMM, είναι ένα εκρηκτικό μείγμα έντονων μαχών.

Η ισορροπία όπλων είναι σταθερή με μικρές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, το M10 Breacher υπερέχει αρχικά, τα sniper rifles όπως το XR-3 ION συνδυάζουν δύναμη και ακρίβεια, ενώ τα SMG βελτιώνονται σταδιακά με τα attachments. Το Gunsmith επιστρέφει με ουσιαστικές επιλογές customization, επιτρέποντας ποικιλία χωρίς πολυπλοκότητα.
Το SBMM (Skill Based Matchmaking) γίνεται πλέον προαιρετικό: open playlists προσφέρουν χαλαρό matchmaking, ενώ Standard και Ranked παραμένουν ανταγωνιστικά. Αυτή η προσέγγιση μειώνει την απογοήτευση και καθιστά το παιχνίδι φιλικό σε casual και competitive gamers. Τα περισσότερα perks είναι ισορροπημένα – με εξαίρεση βέβαια κάποια που ξεχωρίζουν (ναι, Vigilance και Cold- looded, σε εσάς αναφερόμαστε).

Φέτος έχουμε και την επιστροφή των persistent (μόνιμων) lobby στο casual matchmaking. Έτσι, τα lobby επιτρέπουν στους συμμετέχοντες να παραμένουν με την ίδια ομάδα σε πολλαπλούς αγώνες, ενισχύοντας την κοινωνική εμπειρία που θυμίζει τα παλαιότερα Call of Duty. Παράλληλα, τα μόνιμα lobby απουσιάζουν από τις λίστες με ανταγωνιστικό SBMM, όπου η ισορροπία απαιτεί πιο συχνές ανακατανομές στις ομάδες. Αυτή η σαφής διάκριση καλύπτει τόσο τις ανάγκες των casual παικτών που επιζητούν σταθερότητα, όσο και των πιο ανταγωνιστικών χρηστών, που ψάχνουν δίκαιους αγώνες βασισμένους στην ικανότητα.
Παρά τις μικρές παραφωνίες με κάποια όπλα ή ακόμη και με κάποιους χάρτες, το multiplayer παραμένει δυναμικό, ανταγωνιστικό και βαθιά ικανοποιητικό, πιθανώς καθορίζοντας το μέλλον του franchise.

Τέλος, στο κομμάτι του monetisation, το απλό Battle Pass κάνει και πάλι την εμφάνισή του με ελαφρώς πιο δίκαιη πρόοδο και unlocks, ικανοποιώντας τους περισσότερους παίκτες. Ωστόσο, τα layered payments και η απόφαση για προσθήκη premium περιεχομένου στο cosmetic store μπορεί να κουράσουν όσους αποφεύγουν τα live-service μοντέλα. Σε συνδυασμό με τα ερωτήματα για το τί τακτική θα ακολουθηθεί με τα διάφορα skins και cosmetics που θα προστεθούν σταδιακά και πού αυτό θα οδηγήσει τον τίτλο, είναι για ακόμη μια χρονιά ένα από τα μελανότερα σημεία της σειράς.
Το Zombies mode επιστρέφει σε μια πιο κλασική δομή, εμπλουτισμένο με νέο περιεχόμενο. Τα νέα perks, προσθέτουν στρατηγική βάθους, ενώ οι μεγάλοι χάρτες γεμάτοι μυστικά ανταμείβουν την εξερεύνηση. Η δυσκολία κλιμακώνεται σωστά, προσφέροντας πρόκληση τόσο σε solo όσο και σε ομάδες.

Η συχνότητα spawn των εχθρών είναι υψηλή και ορισμένοι χάρτες λιγότερο ενδιαφέροντες από παλιότερα παιχνίδια της σειράς. Ωστόσο η συνολική εμπειρία παραμένει ψυχαγωγική και δυναμική.
Κλείνοντας, το παιχνίδι αποδίδει σχεδόν άριστα σε σύγχρονο hardware, με native 4K στα 60fps και επιλογή για 120Hz όπου υπάρχει η δυνατότητα, χωρίς όμως να απουσιάζουν κάποια -σποραδικά- ζητήματα σύνδεσης και latency, επηρεάζοντας περιστασιακά την εν γένει ομαλή εμπειρία. Ταυτόχρονα, ο ήχος φαντάζει στη φετινή έκδοση της σειράς να είναι πιο βελτιωμένος αλλά και κατευθυντικός, λειτουργώντας ακόμη καλύτερα από ό,τι στο παρελθόν.

Το BO7 είναι ένας φιλόδοξος, εκτεταμένος, γεμάτος περιεχόμενο τίτλος που ωθεί τα όρια της σειράς, με στιγμές αποτυχίας αλλά και ψήγματα λάμψης. Το campaign πειραματίζεται με έναν νέο τρόπο, σχεδόν παραισθησιογόνας -και μη λειτουργικής στο μεγαλύτερο μέρος της- αφήγησης, προσφέροντας σε αυτήν το συνεργατικό gameplay. Ωστόσο στην προσπάθειά του αυτή χάνει σε ρυθμό και συνοχή. Στον αντίποδα, το multiplayer ξεχωρίζει -για ακόμη μια φορά- με άρτιους μηχανισμούς και φιλικότερο matchmaking, ενώ το Zombies mode εμπλουτίζει την κλασική φόρμουλα, αν και με κάποιες αδυναμίες ρυθμού και ατμόσφαιρας.
Συνολικά, το Call of Duty: Black Ops 7 ανταμείβει όσους αγκαλιάζουν την κλίμακα και τις φιλοδοξίες του, προσφέροντας ένα μείγμα απογοήτευσης και ενθουσιασμού. Δημιουργεί -κυρίως στο κομμάτι του multiplayer- ένα αποτέλεσμα που φαντάζει τόσο αναγκαία εξέλιξη όσο και πρόκληση για το πού οδεύει η σειρά, ισορροπώντας σε ένα λεπτό σκοινί ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον.
Το Call of Duty: Black Ops 7 κυκλοφορεί από τις 14/11/25 για PS5, PS4, PC, Xbox Series και Xbox One. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5 με review code που λάβαμε από την AVE.